Μαρία Αθανασοπούλου: «Κ.Π. Καβάφης: Τα θεατρικά ποιήματα»
Κάθε άξιο λόγου επιστημονικό σύγγραμμα φέρει τρία ενδιάθετα χαρακτηριστικά: βιβλιογραφικό εξοπλισμό, αναλυτική διάσταση και συνθετικό πρίσμα. Το βιβλίο της Μαρίας Αθανασοπούλου Κ.Π. Καβάφης: Τα θεατρικά ποιήματα φέρει ένα επιπρόσθετο, εμπρόθετο διακύβευμα: τη διεπιστημονική συσχέτιση θεάτρου και λογοτεχνίας, και ειδικότερα τη συσχέτιση του θεατρικά προσανατολισμένου corpus του Αλεξανδρινού ποιητή με την παράσταση, το παραστασιακό γεγονός. Κι όπου παραστασιακό γεγονός, όπως προγραμματικά διευκρινίζει η συγγραφέας, αξιοποιώντας την ταξινόμηση του Christopher Balme, νοείται το εξής, τετραπλό σύστημα: υποκριτής, θεατής, κείμενο και χώρος.
Η φορά λοιπόν του βιβλίου είναι διπλή. Από τη μία η συγγραφέας κατοπτεύει το φιλολογικό έδαφος του θεατρικού Καβάφη. Άρα λειτουργεί καταγωγικά, επιδιώκοντας, όπως έμπειρα έκανε και στη μονογραφία της Το ελληνικό σονέτο, όπου εξέτασε, μεταξύ άλλων, τα σονετογενή ποιήματα του Καβάφη, να διερευνήσει αντίστοιχα εδώ, αυτό που αναλόγως θα ονόμαζε κανείς «θεατρογενή» ποιήματα. Παράλληλα όμως με τη γενεαλογική της κατοχύρωση, η Αθανασοπούλου εφορμά προς μια νέα κατεύθυνση: το βιβλίο της διεκδικεί την παραστασιακή ανάγνωση ενός μέρους των θεατρικών ποιημάτων.
Το θεατρολογικό ερώτημα, ερώτημα στο κέντρο του βιβλίου, είναι το εξής: Πώς μεταβαίνει κανείς από ένα ιστορικό και φιλολογικό είναι σε ένα θεατρικό γίγνεσθαι; Πώς, διατηρώντας ενεργή και παρούσα την κειμενοκεντρική και πηγολογική διερεύνηση, μπορεί ταυτόχρονα να διανοίξει το άνυσμα προς μία παραστασιοκεντρική προσέγγιση;
Η συγγραφέας κινείται με συναίσθηση αυτής της λεπτής παραμέτρου, που το φιλολογικό της αντίκρισμα είναι ακριβώς η ζυγισμένη καβαφική φωνή, δηλαδή: όχι ξένη του συναισθήματος, μα όχι και θύμα του συγκινημένου.
Στο ερώτημα αυτό η επιστήμονας απαντά εύστοχα, δηλαδή όχι ολιστικά ή σωρηδόν, αλλά με μια συστηματική και εργόχειρη, λεπτομερειακή πολιορκία του φιλολογικού εδάφους (και) με παραστασιακή οπτική. Κι εδώ κρίνεται απαραίτητη μια προσωπική διευκρίνιση.
Η ποίηση του Καβάφη στοιχειοθετεί, κατά τη γνώμη μου, και κατασκευάζει το εξής: το δράμα του θεώμενου. Όχι όμως και το δράμα προς τον θεατή. Με άλλα λόγια, ο Καβάφης είναι ο ποιητής του 4ου τοίχου. Κι ακόμη περισσότερο: ο ποιητής του ηθελημένου διάκενου ανάμεσα στο σκηνικό χώρο-ποίημα και τον θεατή-αναγνώστη, όπου ως οιονεί συν-θεατής και υποβολέας λειτουργεί ο ποιητής.
Η συγγραφέας κινείται με συναίσθηση αυτής της λεπτής παραμέτρου, που το φιλολογικό της αντίκρισμα είναι ακριβώς η ζυγισμένη καβαφική φωνή, δηλαδή: όχι ξένη του συναισθήματος, μα όχι και θύμα του συγκινημένου. Στον Καβάφη, και σε πείσμα του Ρίτσαρντ Σένετ, η ιδιωτική οικειότητα δεν γίνεται τυραννική και το δημόσιο theatrum mundi δεν στερείται της προνομιακής ματιάς στην ιδιωτική ζωή των άλλων.
Στο 7ο και 8ο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο «Θεατρικότητα χωρίς κείμενο Ι και ΙΙ» αντίστοιχα, το πόνημα της συγγραφέως στρέφεται εμφατικά στη θεατρικότητα της δημόσιας σκηνής και τη λειτουργία του δημόσιου προσώπου, ιδίως του άρχοντος προσώπου, ως ηθοποιού. Στο ιστοριογενές ποίημα του 1906 «Ο βασιλεύς Δημήτριος», όπου ο Μακεδόνας βασιλιάς απεκδύεται των ενδυμάτων, των σκήπτρων και του ρόλου του, η Αθανασοπούλου ανιχνεύει ερωτηματικά «μια εξ αντιθέτου θεωρία υποκριτικής». Στο ιστοριογενές ποίημα του 1915 «Μανουήλ Κομνηνός», αντιθέτως, ο αυτοκράτορας ενδύεται την πίστη και τα ιερατικά σύμβολα για να απεκδυθεί, όμως, σύντομα τον ζώντα βίο. Τόσο το ποίημα «Μανουήλ Κομνηνός», όσο και το ποίημα «Ο βασιλεύς Δημήτριος» δεν διαθέτουν αντίλογο στον ρόλο, έναν εκτός ρόλου ρόλο. Γι' αυτό και αμφότεροι οι κραταιοί κλείνουν τον δημόσιο κύκλο τους, χωρίς να ανοίγουν έναν ιδιωτικό: ο ένας «απέρχεται» κι ο άλλος «τελειώνει».
Τι συνιστά ρόλο, όμως; Ένας ρόλος, όπως διατυπώνει ο Ρίτσαρντ Σένετ, «καθορίζεται κατά κανόνα ως προσήκουσα συμπεριφορά για ορισμένες καταστάσεις, όχι όμως γι' άλλες». Και συνεχίζει: «οι ρόλοι δεν είναι απλά παντομίμες ή βουβές παραστάσεις», αλλά αντίθετα: «κώδικες πίστεως και συμπεριφοράς συναπαρτίζουν έναν ρόλο, κι αυτό ακριβώς είναι ό,τι καθιστά τόσο δύσκολη την ιστορική μελέτη ρόλων». Ρόλος λοιπόν είναι η συμπεριφορά που εκδηλώνει «το αναμενόμενο, το προσήκον, το προσιδιάζον». Κι η καβαφική ειρωνεία ευδοκιμεί πάντα εκεί, στο σημείο που το προσήκον κλυδωνίζεται.
Καθόλου τυχαία, όπως υποδεικνύει η συγγραφέας, ο Καβάφης προτιμά στο ποίημα «Ο Βασιλεύς Δημήτριος» την πλατύτερη έννοια του ηθοποιού, μια λέξη υποκείμενη σε ερμηνείες, από την αρνητικότερης συνδήλωσης έννοια του υποκριτή. Ο «ο ου βασιλεύς, αλλ' υποκριτής» του Πλούταρχου γίνεται ο μετά σκήπτρου και στέμματος ηθοποιός του Κ.Π. Καβάφη.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο της Μαρίας Αθανασοπούλου κατακτά τον στόχο του, τη θεατρική θεματοποίηση του καβαφικού έργου, και παράλληλα ανοίγει τον δρόμο προς έναν νέο στόχο: την ενεργητική χρήση, εφαρμογή και αξιοποίηση της παραστασιακής προβληματικής. Κι η προβληματική αυτή είναι κρίσιμο να φτάσει, και δεν επιλέγω τυχαία την τελευταία μου λέξη, στο διεπιστημονικό προσκήνιο.
Κ.Π. Καβάφης: Τα θεατρικά ποιήματα
Μαρία Αθανασοπούλου
Κριτική
160 σελ.
Τιμή € 10,00