fbpx
Λίλα Κονομάρα: «Το δείπνο»

Λίλα Κονομάρα: «Το δείπνο»

Η Λίλα Κονομάρα εμφανίστηκε στα γράμματα το 2002 με τις νουβέλες της υπό τον τίτλο Μακάο (Εκδ. Πόλις) και αμέσως κέρδισε τις εντυπώσεις και τις καλές κριτικές. Το βραβείο σε πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω ήταν αναμφισβήτητα μια επίσημη αναγνώριση της πρώτης εκείνης συγγραφικής της εμφάνισης, αλλά και μιας απαίτησης από αυτήν να συνεχίσει την ίδια και καλύτερη συγγραφική πορεία. Θα την ξαναβρούμε το 2004 με το μυθιστόρημα Τέσσερις εποχές – Λεπτομέρεια (Εκδ. Μεταίχμιο) και το 2009 με το επίσης μυθιστόρημα Αναπαράσταση (Εκδ. Μεταίχμιο). Μεσολαβεί ένα παιδικό μυθιστόρημα με τίτλο Στις 11 & 11’ ακριβώς (Εκδ. Παπαδόπουλος) το 2005. Το Δείπνο είναι το τρίτο μυθιστόρημά της. Από το πρώτο της βιβλίο έως το τελευταίο, η Λίλα Κονομάρα δεν επέλεξε εύκολους αφηγηματικούς δρόμους, δικαιώνοντας έτσι όσους την είχαν προσέξει ή βραβεύσει με την πρώτη της συγγραφική εμφάνιση. Έτσι, από το πρώτο της βιβλίο έως το τελευταίο, η Λίλα Κονομάρα φλερτάρει ή και οικειοποιείται εντελώς τους νεωτερικούς τρόπους γραφής. Δεν την ενδιαφέρει δηλαδή απλώς να διηγηθεί μια ευθύγραμμη ιστορία, που το ένα συμβάν θα διαδέχεται το άλλο, με συμβατική χρονική αλληλουχία, με πληθώρα διαλόγων και άφθονη δράση. Η Κονομάρα επιλέγει να διαρρήξει τους αφηγηματικούς χρόνους, να εγκιβωτίσει διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές στο μυθιστορηματικό σώμα, επιστολογραφία, ημερολογιακές σημειώσεις, συνεντεύξεις κ.λπ. Προχωρεί έτσι σε μια ψηφιδωτή σύνθεση, την οποία ο αναγνώστης καλείται να παρακολουθήσει ενεργητικά και όχι παθητικά. Η Κονομάρα δεν αρκείται δηλαδή στην ανάγνωση-ψυχαγωγία, αλλά την ενδιαφέρει η ανάγνωση-πρόκληση και ενεργοποίηση του αναγνώστη. Ο κριτικός Γιώργος Αράγης, σε μια εκτενή κριτική για το μυθιστόρημά της Αναπαράσταση, στέκεται ιδιαίτερα στις αφηγηματικές επιλογές διαφόρων τεχνικών της συγγραφέως. Τονίζει, μάλιστα, ότι «οι γεωμετρικοί τόποι» της ανάγονται στους πατριάρχες του μοντερνισμού Τζόις και Γουλφ, καθώς και στους εκπροσώπους του «νέου μυθιστορήματος», όπως ο Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ. Θα προσθέσω και το μεταμοντέρνο στοιχείο που εκφράζεται στα βιβλία της Λίλας Κονομάρα μέσω της διαθεματικότητας. Αυτά τα συγγραφικά χαρακτηριστικά υπάρχουν και στο τελευταίο της μυθιστόρημα, το Δείπνο. Άλλωστε, μπορούμε πλέον να παρατηρήσουμε ότι η Λίλα Κονομάρα έχει διαμορφώσει ένα ευδιάκριτο συγγραφικό προφίλ αφενός και αφετέρου έχει, με τις δύσκολες επιλογές της, δείξει ποια θέση θέλει να κατέχει στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Ξεκινώντας από την άποψη ότι λογοτεχνία είναι κυρίως οι αφηγηματικοί τρόποι μέσω των οποίων αναδεικνύεται ένα θέμα ή μια ιστορία, και όχι τόσο το ίδιο το θέμα ή η ιστορία, στην περίπτωση του Δείπνου δεν έχουμε ένα περισπούδαστο, εντυπωσιακό θέμα, μια ιστορία γεμάτη ανατροπές και δράση, δεν έχουμε ένα φοβερό αίνιγμα να λύσουμε, ούτε ένα θρίλερ που θα μας κόψει την ανάσα. Το Δείπνο δεν είναι ένα εξωστρεφές μυθιστόρημα, αλλά ένα μυθιστόρημα εσωτερικών καύσεων, που παραπέμπει στην ατμόσφαιρα του Πίντερ ή θυμίζει την κατά Μπουνιουέλ Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας. Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, του οποίου ο βασικός του σπόνδυλος είναι ένα φαινομενικά ευχάριστο και ανάλαφρο δείπνο, μια όμορφη καλοκαιρινή βραδιά. Οι τρεις αφηγηματικές ενότητες-φωνές του μυθιστορήματος έχουν ως σημείο εκκίνησης και αναφοράς το εν λόγω δείπνο. Πρόκειται για ένα δείπνο καρδιακών, υποτίθεται, φίλων της ίδιας γενιάς, συν πλην πενήντα οι περισσότεροι και οι περισσότερες, με κοινές διαδρομές και κοινές αναμνήσεις από τα χρόνια της νεανικής τους αθωότητας, των μεγάλων προσδοκιών και των ακόμη μεγαλύτερων οραμάτων. Ένα δείπνο που σαν άλλος, σύγχρονος, «Μυστικός Δείπνος», κρύβει προδοσίες και ύπουλες προσπάθειες αλληλοεξόντωσης. Το τι ακριβώς συμβαίνει πίσω από τα ανάλαφρα γέλια, τους ήχους των ποτηριών που ντιντινίζουν, τα πιάτα με τα γκουρμέ φαγητά, τις επιτηδευμένες αβρότητες και τα δηλητηριώδη αστεία που ανταλλάσσονται, το «ακούμε» μέσα από την αφηγηματική φωνή του Αντώνη, ενός από τους συνδαιτυμόνες, αποτυχημένου μουσικού, τριτοκλασάτου μέσα στην υπόλοιπη παρέα, ο οποίος μισεί φοβερά τον υποτιθέμενο καλύτερό του φίλο, Στέφανο, πετυχημένο μουσικό, καταξιωμένο σε όλους τους τομείς της ζωής του. Το μίσος του Αντώνη προς τον Στέφανο είναι τόσο, ώστε ετοιμάζεται να τον καταστρέψει επαγγελματικά και κοινωνικά με μια ψεύτικη ανώνυμη καταγγελία. Έτσι, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Αντώνη αναδύονται εικόνες παρακμής και διάλυσης των ανθρώπινων σχέσεων, των αξιών, της κατάρρευσης τελικά μιας κοινωνίας υπό κρίση σε όλα τα επίπεδα. Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματός της, η συγγραφέας δίνει μια εικόνα συνόλου. Όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν κινούνται και λειτουργούν μέσα στο ίδιο σκηνικό ως ένα σύνολο. Οι απόψεις τους ακούγονται, τα σχόλιά τους επίσης. Κι όλα αυτά μέσα από τη φωνή και τη ματιά του Αντώνη, που δεν αφήνει κανέναν ασχολίαστο – ούτε και τον ίδιο του τον εαυτό. Άλλωστε, την περιρρέουσα σαπίλα τη φέρνει στο ίδιο του το σώμα. Ένα σάπιο δόντι δεν τον αφήνει να ησυχάσει.

Στο δεύτερο μέρος, το όλον δίνει τη θέση του στο μερικό. Εδώ η συγγραφέας επιλέγει άλλες αφηγηματικές τεχνικές, προκειμένου να αναδείξει την παθιασμένη παράνομη ερωτική σχέση της Λήδας, που ξεκίνησε σ’ εκείνο το καλοκαιρινό Δείπνο. Για να μπορέσει να μεταδώσει η Λίλα Κονομάρα τόσο το πάθος της Λήδας, όσο και την αγωνία που αυτό της προκαλεί για την επερχόμενη φθορά του πενηντάχρονου σώματός της, άρα και της πρόκλησης ή όχι της επιθυμίας του εραστή, επιλέγει την αφηγηματική τεχνική των ημερολογιακών σημειώσεων. Οι σημειώσεις αυτές γράφονται ενόσω διαρκούν οι εργασίες ανασκαφής στην Κέρο, καθώς η Λήδα είναι αρχαιολόγος. Έτσι, η αρχαιολογική σκαπάνη μπορεί να συμβολίζει την εσωτερική ανασκαφή στην οποία υποχρεώνεται η Λήδα εξαιτίας της εξωσυζυγικής ερωτικής της σχέσης.

Το τρίτο μέρος είναι και το πιο ιδιαίτερο στο σώμα του μυθιστορήματος, τόσο που θα μπορούσε να διεκδικήσει και μιαν αυτοτέλεια. Η αναφορά του βέβαια είναι πάντα εκείνο το ανάλαφρο καλοκαιρινό δείπνο. Η αφηγηματική όμως φωνή ανήκει σ’ ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Ένα πρόσωπο με δανεική ταυτότητα, δανεικό όνομα και δανεική όψη. Η Λι υπήρξε υπηρέτρια της οικοδέσποινας του περίφημου δείπνου, η οποία μετά το τέλος της όμορφης εκείνης καλοκαιρινής βραδιάς, πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο στα 52 της χρόνια. Η Λι του τρίτου μέρους του μυθιστορήματος της Κονομάρα βρίσκεται τώρα στη Νέα Υόρκη, όπου έχει καταφύγει και έχει ανοίξει εστιατόριο. Έτσι «ακούγεται» να διηγείται σε πρώτο πρόσωπο εν είδει εσωτερικών μονολόγων και με τη μία ιστορία να εγκιβωτίζεται μέσα στην άλλη, τη ζωή της, από το πώς αναγκάστηκε, παιδάκι, να φύγει από τη γενέτειρά της –εικάζουμε σε κάποια πρώην γαλλική ασιατική αποικία–, να βιώσει αλλεπάλληλα σκληρές περιπέτειες, να παραμορφωθεί, να οικειοποιηθεί το διαβατήριο μιας νεκρής, έως να φτάσει κάποτε ως μετανάστρια στην Ελλάδα και να βρεθεί υπηρέτρια στο σπίτι της οικοδέσποινας του Δείπνου. Ωστόσο, τα όσα καταιγιστικά διηγείται η Λι έχουν ως αποδέκτη έναν άνδρα, τον οποίο εκείνη κρατά φυλακισμένο στο υπόγειο του εστιατορίου της και του οποίου επιπλέον του έχει κόψει τη γλώσσα! Προφανώς γιατί εκείνος γνωρίζει με ποιον τρόπο η Λι βρέθηκε στη Νέα Υόρκη. Πώς βρήκε τα χρήματα για να ανοίξει το εστιατόριο και, ακόμη, τι ακριβώς παίχτηκε το βράδυ του θανάτου της οικοδέσποινας του δείπνου και αφεντικίνας της Λι. Εν κατακλείδι, το Δείπνο είναι αναμφισβήτητα μια καλογραμμένη, ενδιαφέρουσα, σύγχρονη συγγραφική κατάθεση.

Το δείπνο
Λίλα Κονομάρα
Κέδρος
258 σελ.
Τιμή € 12,50



 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.