fbpx
Στάθης Κοψαχείλης: «Παραμιλητά»

Στάθης Κοψαχείλης: «Παραμιλητά»

Ο συγγραφέας Στάθης Κοψαχείλης γεννήθηκε το 1957 στο Λιτόχωρο Πιερίας, όπου έζησε μέχρι να αρχίσει τις σπουδές του στην Ιατρική. Τα δεκάξι κείμενα αυτού του βιβλίου (τα πρώτα γράφτηκαν το 1985, αλλά δημοσιεύτηκαν το 1988 στο λογοτεχνικό περιοδικό του Πειραιά, Το Παραμιλητό, όπου παραπέμπει και ο τίτλος), διαδραματίζονται μεν στον τόπο της καταγωγής του, όμως δεν μένει σε μια ηθογραφική παράσταση του τότε, ούτε αναπολεί τον παλιό –φευ!– καλό καιρό (ποιον καλό; – σκληρή δουλειά στα χωράφια μες στην κάψα, άλλοι στο πανηγύρι του Αϊ-Λια κι άλλοι να ιδροκοπάν στου βάλτου τα φρυγμένα χώματα, πόλεμος στα μαντριά με τους λύκους και τα ζωντανά, αναλγησία, φόβος, μισαλλοδοξία με τα καθημερινά).

Όμως, το παρελθόν συνομιλεί με το παρόν μέσα από μια ανασύνθεση των γεγονότων μιας κοινοτικής ζωής, που είναι σήμερα αναγνωρίσιμη, γιατί ο συγγραφέας έχει τη δεξιότητα, τη διαίσθηση, να ανατέμνει τα του βίου: δεν αλλάζουν ποτέ τα τοπία της ψυχής των ανθρώπων όσο κι αν το σκηνικό που τους περιβάλλει είναι αλλοτινό.

Το ξάφνιασμα δε το γοητευτικό, χαρμόσυνο θα ’λεγε κανείς, είναι ότι διατηρείται η πνοή των χρόνων της συγγραφής, όχι μόνο με τον ατέλειωτο θησαυρό των λέξεων της ντοπιολαλιάς (υπάρχει και σχετικό γλωσσάριο στο επίμετρο του βιβλίου), αλλά και με την ανάσα της φύσης: η γη ανασταίνεται μαζί με τα πράματα (βοσκήματα), λυσσομανάν αέρηδες, πέφτουν αστροπελέκια, βουίζουν οι ρεματιές του Ενιπέα, πουλιά πέφτουν μαγνητισμένα στο χώμα κατακόρυφα κι άλλα (καρακάξες αδηφάγες καταξεσχίζουν το προσωπάκι ενός βρέφους, που η τυραγνισμένη η μάνα του του έφτιαξε κούνια σ’ ένα δέντρο για να ξεχερσώσει ένα χωράφι: η Ματσάγγος τ’ όνομα, απ’ τ’ απανωτά τσιγάρα που κάπνιζε). Και, συχνά πυκνά, χιονίζει, ένα χιόνι απάτητο, που ούτε τον τορό τους (χνάρια) αφήνουν πάνω του, νε ζωντανά, νε ανθρώπινες πατημασιές. Κι άνθρωποι, για ένα κομμάτι ψωμί, να λιώνουν μες στη λάβα ξεβοτανίζοντας καλαμποκιές, ενώ σε χαράδρες καταφεύγουν αλαφροΐσκιωτοι και σακατεμένοι απ’ τη σκληρή δουλειά. Όμως υπάρχουν και οι ποιητικές-αρχοντικές ψυχές που σε απογειώνουν. Κείμενα βασικά ρεαλιστικής δομής: το χωριό, η αγορά του, οι αγροτοποιμένες, οι πραματευτάδες, ο ρόχθος του ποταμού, τα βαθύφυλλα δέντρα, ξωκλήσια, ερημικά καλύβια και οι φευγάτοι με τα όνειρά τους, κι οι προσγειωμένοι που περιγελούν τους εξουθενωμένους (τύποι σαν τους αγαθούς, πτωχούς στο πνεύμα, του Παπαδιαμάντη, όπως ο Γιάννης του Λέκκα, ο Ζάχος, ο Ταττόης, κι άλλοι αυτάρκεις μες στην ταπεινή τους ζωή –ο μπάρμπας του ο αθώος, ο απόμακρος λοτόμος– που παραπέμπουν στους απόκοσμους του Κόντογλου).

Ο συγγραφέας πατάει στην πεζογραφική παράδοση των περασμένων μαστόρων. Και, παρ’ όλες τις διαφορές, το υπέδαφος απ’ όπου ξεπηδάν τα ιαματικά νερά των γραφτών του είναι παρόμοιας σύστασης. Οι αδυναμίες και τα συγγνωστά παραπατήματα είναι κάτι που θα ’λεγε κανείς αναμενόμενο σ’ έναν πρωτοεμφανιζόμενο (ως προς τη συνολική δουλειά, γιατί μεμονωμένα κείμενά του, όπως είπαμε πριν, έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί), κάτω από κάθε γραμμή διαφαίνεται πολύς κόπος και φροντίδα. Είναι επιρροές, κάπως δύσκολα ενσωματωμένες, κυρίως από κινηματογραφικά στερεότυπα (πλάνα με τον θάνατο), ίσως και μια ευκολία στην τελική –έκπληξη– ανατροπή. (Η Αλεπού κάνει το σκύλο, η μάνα στο όνειρο…) Ακόμη ο τίτλος της συλλογής δεν εκφράζει τη, βαθιά ριζωμένη στη γη, δομή των κειμένων (άλλο που σ’ αυτές τις πλαγιές τ’ Ολύμπου οι ιστορίες πλέκονται και στολίζονται και με κεντήματα ονειρικά της χαρμολύπης).

«Πρωί πρωί άκουσα τη μάνα μου, που με κάτι πνιχτά, σιγανά κλάματα με ξυπνούσε: “Σήκω, σήκω”, μου έλεγε, “μας χάθηκε το άλογο…” Πετάχτηκα αλαφιασμένος κι έτρεξα στην καλύβα. Ξαπλωμένο στο πάτωμα, με τα πόδια τεντωμένα, είχε το αποπάνω μάτι ορθάνοιχτο, θολό και στεγνωμένο. Κοίταξα στο παχνί· το τριφύλλι άθικτο. Το είχαμε δεκαπέντε χρόνια. Φάγαμε ψωμί απ’ αυτό το άλογο και ας είχε γεράσει και δεν τραβούσε τελευταία. Χάθηκε δεμένο με το καπίστρι. Καθόμουν στο καρεκλἰ, δίπλα στη σόμπα, με το κεφάλι στηριγμένο στους αγκώνες. Δε μιλούσε κανένας, ώσπου η μάνα μου: “Ελιές έκοβες ψες το βράδυ;” ρώτησε. “Ναι”, είπα σιγανά, “ελιές για τα πεθαμένα μας”».

Έτσι τελειώνει το διήγημα «Νύχτα με χιόνι»: περασμένα μεσάνυχτα, κι ένα παιδί καθισμένο στην κάμαρη με τη σόμπα, με τη λάμπα χαμηλωμένη, παραδομένο στις παραισθήσεις της σιωπής, στο παιχνίδισμα των φωτοσκιάσεων «στον απέναντι τοίχο οι φλόγες σχημάτιζαν ό,τι μορφές έβαζε ο νους σου» κι αυτό να χαρακώνει ελιές μ’ ένα σουγιά, για αλάτισμα. Ξάφνου ακούγεται ένας γδούπος. Και σε λίγο, δυο-τρεις βρόντοι. Και μετά ένα υπόκωφο, μακρινό σούρσιμο. Α! συμπεραίνει ο αφηγητής, θα ’ναι το άλογο «που χτυπούσε το πόδι του στο ξύλινο πάτωμα» της καλύβας, όπου το ’χαν κλεισμένο, στην πίσω αυλή, γιατί θα πεινούσε. Αυτή την εξήγηση του ’χε δώσει ο πατέρας του κάποτε, που είχε ξανακούσει αυτόν το γδούπο μες στη χειμωνιάτικη, μεγάλη νύχτα. Μα ο πατέρας του, του ’χε πει ακόμη (στο διήγημα «Γυαλιά πρεσβυωπίας»): «Άμα πεθάνω, να αλατίζετε (τις ελιές), να τρώτε και να με θυμάστε. Και όταν τις μαζώνετε, να αφήνετε λίγες στην κορφή για τα πεθαμένα». Και συνεχίζει ο αφηγητής: «Δεν παραξενεύτηκα που είπε για τον πεθαμό του. Τον είχα ακούσει μια Κυριακή απόγευμα, ενώ ξυριζόταν καθισμένος μπροστά στο τραπέζι να τραγουδά:

Στο σταυροδρόμι κάθονταν

κορμιά δίχως κεφάλια

κορμιά πού ’ν’ τα κεφάλια σας…

Δεν ήταν κανένας άλλος στην κάμαρη. Όπως μου ’χε γυρισμένες τις πλάτες, τον είδα που με κοίταζε με την άκρη του ματιού του, μέσα από τον καθρέφτη. Κατάλαβε πως είχα καρφωμένα τα μάτια πάνω του και σταμάτησε. Από τότε πίστεψα στ’ αλήθεια πως θα πέθαινε νέος, όπως κι έγινε. Γι’ αυτό, τώρα που είπε για τις ελιές, δεν παραξενεύτηκα».

Αυτή η σύνδεση μεταξύ των κειμένων υπάρχει κι αλλού στο βιβλίο, καθιστώντας τα επιμέρους κομμάτια-μέλη ενός ευρύτερου, λειτουργικά δεμένου σώματος. Κι είναι ο χαμός του πατέρα ένας από τους βασικούς άξονες του βιβλίου, του οποίου το μότο «με τους λυπημένους» του Χρήστου Μπράβου συνεχίζεται με το: «Ο πατέρας. Ενθύμιον λύπης». Θα έλεγε κανείς πως ο βουνίσιος αέρας που φυσά στα κείμενα των δύο αυτών ορεσίβιων συγγραφέων τούς κάνει να βλέπουν, συγγενικά, την ομίχλη των ονείρων, την αντάρα στα ψηλώματα, το πυκνό χιόνι στα άφταστα δέντρα…

Τελειώνοντας, ένα κείμενο σημαδιακό («Ο λύκος»).

Ο παππούς του συγγραφέα αφηγείται μια ιστορία με ένα λυκούλι που το ’χε βρει ζαρωμένο στο βουνό, το πήρε στο μαντρί του και το μεγάλωσε με γάλα γιδινό, ωσότου έφτασε να τρανέψει και να φυλάει –λύκος αυτός!– καλύτερα το κοπάδι απ’ ό,τι τα σκυλιά, και να ρίχνεται στους επιδρομείς άλλους λύκους με λύσσα. Ώσπου, μια χρονιά, με χειμώνα βαρύ κι ασήκωτο χιόνι, φτάνει στο μαντρί ο παππούς με τον πατέρα του αφηγητή και βλέπουν το μακελειό: οι γίδες μες στο αίμα πνιγμένες, κι ο λύκος που τον μεγάλωσαν μαζί με τα δικά τους ζωντανά, άφαντος! Μα σε λίγο εμφανίζεται με τη μουσούδα του μες στα αίματα… Θεωρώντας τον υπεύθυνο για το κακό, ο παππούς του αφηγητή τον πυροβολεί με τον γκρα. Όμως, ακολουθώντας τα λυκοπατήματα, ανακαλύπτουν πως το λυκούλι εκείνο, όχι μόνο δεν ήταν η αιτία, μα είχε παλέψει και με τους αγριεμένους απ’ την πείνα λύκους – είχε πνίξει μάλιστα και δυο από αυτούς.

Ως εδώ η ιστορία του παππού – παρόμοιες έχουμε δει. Όμως τώρα συνεχίζει ο αφηγητής: μετά χρόνια πολλά, μένοντας μόνος στο βάλτο, μπαίνει μέσα σ’ εκείνο το μαντρί, που τώρα γέρνει ρημαδιό (σκεπή σαπισμένη, σαράκι τα δοκάρια) και πίσω από την πόρτα βλέπει μια λυκοπαγίδα. Την ξεσκαλώνει, την απιθώνει στο χώμα, τη δοκιμάζει βάζοντας ένα ξύλο (στεγνάδι) να δει αν κόβει, πράγματι ακούγεται κρότος – το ξυλαράκι σπάνει στα δυο, κρεμάει την παγίδα στον ώμο του και γυρνά στους δικούς του.

– Τι σαβούρες μάς κουβάλησες; του λεν εκείνοι, βλέποντάς τον μ’ αυτό το αρχαίο λάφυρο στον ώμο.

Και να: ο παππούς κάποτε προστάτεψε ένα λυκούλι που αποδείχτηκε άξιο της αγάπης και της στοργής του – παρ’ όλους τους ενδοιασμούς των άλλων, που λέγανε: λύκος να φυλάει πρόβατα! Κι ο εγγονός κουβαλά τώρα τα σαρίδια ενός παρελθόντος («ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος», που λέει ο Παπαδιαμάντης) – παρ’ όλες τις κοροϊδίες των συγκαιρινών του. Γι’ αυτόν όμως σημαίνει αλληλεγγύη προς έναν κόσμο που χάνεται. Γιατί ο κόσμος αυτός, και μες στα ονειροπατήματά του –του ύπνου και του ξύπνιου– θεριεύει και συνεχίζεται…

Δέντρα ψηλά στ’ ακρόγκρεμνα

και στις ποδιές τ’ Ολύμπου…

Το τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Ο ίσκιος», είναι αφιερωμένο στον Γιώργο Γκολομπία (1961-2009), έναν σύγχρονο Homo Universalis και σπάνιο περιπατητή του παρελθόντος, το οποίο ζωντανεύει με φωτογραφίες όπου τα «μη βλεπόμενα» γίνονται ορατά και ξεχασμένα «ωσεί παρόντα». Η γενέθλια πόλη του, η Καστοριά (η φωτογραφία εδώ της λίμνης είναι δική του), του οφείλει πολλά για τη διάσωση και την ανάδειξη του αρχείου του φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου.

Παραμιλητά
Στάθης Κοψαχείλης
Θερμαϊκός
114 σελ.
Τιμή € 7,00

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.