fbpx
Μάριος Μιχαηλίδης: «Η απειλή» κριτική της Κερασίας Κάραλη

Μάριος Μιχαηλίδης: «Η απειλή»

Με σποραδικές μετασταθμεύσεις πεζογραφικής κατάθεσης μέσα σε δέκα χρόνια ο Μάριος Μιχαηλίδης εννοεί να επισείει την απειλή μιας νέας παρουσίασης άκρως δελεαστικής και αισθητής για τα πράγματα της νεοελληνικής πεζογραφίας.

Το νέο έργο του, Η απειλή, διπολικό στη δομή, συντίθεται από δύο εκτενή αφηγήματα εν είδει νουβέλας, με τους ίδιους ήρωες και την ίδια ατμόσφαιρα∙ ατμόσφαιρα μεγαλεπήβολων σχεδιασμών και παρακμής. Οι ήρωές του, περσόνες της εποχής μας, κατατρίβονται στις μυλόπετρες ακόρεστης φιλοδοξίας για ισχύ και επικράτηση ως στελέχη εταιρειών που διεκδικούν μερίδιο από την πίτα μεγάλων έργων: στο πρώτο αφήγημα για την επέκταση ενός νεκροταφείου και στο δεύτερο μιας εταιρείας αναπλάσεων.

Όλο το έργο συνιστά τη δυναμική αναπαράσταση αστών τεχνοκρατών με το λαμπερό ένδυμα ενός ευρωπαϊκού κοσμοπολιτισμού που βουλιάζει μοιραία στη διαφθορά.

Ο Μάριος Μιχαηλίδης, που εμφανίστηκε στα γράμματα το 1971, σκοπεύει με την πρόσφατη Απειλή σε έναν διπλό στόχο:

Ο μύθος του να εκτυλίσσεται σ’ επάλληλα επίπεδα, διαπλέκοντας στη συνείδηση του αναγνώστη το πραγματικό και το φανταστικό σαν εφιαλτικό βίωμα και σαρκαστική αλληγορία με σύμβολα μαριονέτες ενός αθέατου, πολλαπλού μηχανισμού αδυσώπητης εξουσίας.

Ειδικότερα, στο πρώτο με τίτλο «Η απειλή» ο Μιχαηλίδης με αριστοτεχνικά σμιλευμένη γραφή υφαίνει τον ιστό μιας διαπλεκόμενης τοπικής ομάδας εξεχόντων προσώπων, από τον νομάρχη και νομαρχιακούς συμβούλους μέχρι την Ιερά Μονή Αγίας Θέκλας (εύκολη η αναγωγή στην περιβόητη υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου) για ένα έργο ανάπλασης με ταχύρρυθμες απαλλοτριώσεις εκτάσεων. Και επιπλέον για την επέκταση του Σχεδίου Πόλης και συνακόλουθα του τοπικού νεκροταφείου.

Η πένα του υποδορίως παλλόμενη, σαν ένα φιλοσοφικό δοκίμιο και σπουδή πάνω στην ανθρώπινη μικρότητα, που σαν από μοίρα ορέγεται μεγαλεία, οδηγεί τον αναγνώστη στο ένα και ακριβό μάθημα∙ πως τα μεγαλεία σαν χάρτινοι πύργοι σε ένα σύστημα αφανών και εμφανών «λυμάτων» φτάνουν κάποτε να συντριβούν.

«Η πόλη βίωνε την εμπειρία ενός ατελεύτητου επιθανάτιου ρόγχου. Οι αρχές καταλάβαιναν πως κάτι πήγαινε στραβά, μα ήταν αδύνατο να το ερμηνεύσουν. Γιατί, εν τω μεταξύ, δεν ήταν λίγοι εκείνοι –αστυνομικοί, δικαστικοί και σύμβουλοι κάθε λογής– που, όπως και οι υπόλοιποι, άλλαξαν ύφος και συνήθειες. Η χρόνια μελαγχολία και κατήφεια πολλαπλασιάζονταν, σφράγιζαν τα πρόσωπα κι έκαναν τις κινήσεις πιο αργές, νωχελικές. Το ίδιο συνέβη και με την εκφορά του λόγου. Και γενικά η απροθυμία, η αναβλητικότητα, η μοιρολατρία –δείγματα όλα αυτά μιας δυσερμήνευτης επιδημίας– αύξαναν συνεχώς».

Σαρκαστικός στα υπέροχα πνευματώδη ευρήματα, ξεμπροστιάζει με το «γάντι» τον εσμό μιας διαιώνιας παθολογίας, που μαστίζει την κοινωνία. Πρόσωπα κατά τ’ άλλα ικανών ευυπόληπτων στελεχών-πολιτών που κρύβουν καλά μέσα τους τον έκδοτο κι αφιονισμένο για χρήμα κι επιτυχία, μέχρι και στο χρηματιστήριο του θανάτου. Ακόμη και τους κριτικούς καταχερίζει, που αποφαίνονται πως «ό,τι πιο μιαρό υπάρχει το εκπροσωπούν οι ποιητές. Δεν καταλαβαίνω το λόγο να υπάρχουν ποιητές, από τη στιγμή που υπάρχουν κριτικοί».

 Όλο το έργο συνιστά τη δυναμική αναπαράσταση αστών τεχνοκρατών με το λαμπερό ένδυμα ενός ευρωπαϊκού κοσμοπολιτισμού που βουλιάζει μοιραία στη διαφθορά.

Το ίδιο και στο δεύτερο αφήγημα, «Τα κάτω πάνω». Ο αφηγηματικός άξονας στηρίζεται κατά κυριολεξία στην ιστορία μιας πόλης που κάποια μέρα «με το πρώτο αυγινό φως» πνίγεται στη φρίκη της ακατάσχετης δυσοσμίας, από τα κάθε λογής λύματα ενός κατεστραμμένου αποχετευτικού συστήματος...

Ποιητής με γνώση της μεγάλης παράδοσης των λαϊκών ποιητάρηδων της πατρίδας του, Κύπρου, που παροικονομούσαν τη ζωή απαγγέλλοντας τα ποιημάτιά τους περιπλανώμενοι σε πόλεις και πολίχνες σαν τον Λίντσεϋ, ποιητή των αρχών του 20ού αιώνα, στις πολίχνες της Αμερικής, ο Μιχαηλίδης με λόγο ποιητικής ακρίβειας και πλησίστιο στον μαγικό ρεαλισμό σκιαγραφεί ένα σαθρό σύστημα που το ίδιο παράγει τον λαβύρινθο λυμάτων σαν μηχανισμός γεννώντας ελπίδες και προσδοκίες – και μετά η παγίδευση και ο εγκλεισμός.

Ο κεντρικός του ήρωας, Γεράσιμος Γιαννίδης, αποκαλυπτικός και στα δυο αφηγήματα, πρόσωπο ταπεινής καταγωγής, με αγωνιστικές δάφνες και με έφεση, μάλιστα, προς την ποίηση, ωστόσο υπήκοος αχαλίνωτης φιλοδοξίας, προσεταιρίζεται πρόσωπα ισχύος που ενδημούν στους διαδρόμους και τους θώκους της κεντρικής διοίκησης προκειμένου να αντλήσει την πρόσκαιρη αίγλη επιφανούς στελέχους.

«Ο νομάρχης. Ο Γεράσιμος Γιαννίδης. Από την Κρέσταινα Ηλείας. Παλικαράκι, με τον αδελφό του τον Άλκη τον μικρό, και τον άλλο, το Στέφανο, ακολούθησαν το θείο τους τον Γκρή και βγήκαν στο βουνό. (...) Ο αγωνιστής Γεράσιμος Γιαννίδης από την Κρέσταινα της Ηλείας νιώθει τη μοίρα να κλώθει το νήμα της και να του περισφίγγει το λαιμό».

Ο Μάριος Μιχαηλίδης «κεντάει» αποκαλύπτοντας με μεθοδικότητα ψυχολόγου βυθομέτρη τις ενδόμυχες σκέψεις του ήρωά του. Έτσι που τον ακολουθούμε βήμα βήμα και βλέπουμε να πασχίζει, υποφέροντας από ψυχοσωματικά συμπτώματα, προκειμένου να συνυπάρξει μέσα στο σύστημα όπου μετρά τελικά μόνον η ισχύς και το χρήμα.

Στο δίπτυχο μυθιστόρημά του ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την ιστορία ακροθιγώς, μα όχι τυχαία, στην περιοχή των Καλαβρύτων (Κατοχή, Εμφύλιος κ.ά.), όχι απλώς ως φόντο μιας ματαιόδοξης περιπέτειας, αλλά ως στοιχείο ενεργό που έρχεται να αναδείξει ένα ευάλωτο συναισθηματικό υπόστρωμα όλο ματαίωση.

Οι αφηγηματικοί τρόποι του, καφκικής ώσμωσης, διεγείρουν τη διαίσθηση του αναγνώστη για την απειλή μιας πολύσημης δυσοσμίας. Με την πιο λεπτή ειρωνεία, καβαφικού απόηχου, σαν απόμακρος παρατηρητής σκαρώνει με φυσικό τρόπο εικόνες εφιαλτικές από τη διάλυση του περιβάλλοντος.

Η ρέουσα γραφή του Μάριου Μιχαηλίδη, με το ν’ αποφεύγει την ευκολία του λαϊκότροπου με κείνο το τετριμμένο δίπολο έρωτας-γάμος σε όλη την αφήγηση όπως αυτή δέσποσε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τον Μεσοπόλεμο, καθίσταται ανάγνωσμα υψηλών απαιτήσεων. Και πώς αλλιώς;

Η καλή πεζογραφία πάντοτε αποσκοπούσε στην εγκυρότητα του λόγου που μετερχόταν και μέσω αυτής απαιτούσε τη συνδρομή του αναγνώστη. Όχι για να ξεχνιέται, αλλά για ν’ αφυπνίζεται ως συμμέτοχος του θαυμαστού.

Το εν λόγω μυθιστόρημα θέτει αυτοδικαίως το ερώτημα στο οποίο μάλλον αυθυποβάλλεται και ο απαιτητικός αναγνώστης: τι το νέο φέρνει στην πεζογραφία;

Η αφηγηματική τεχνική και το συγγραφικό ήθος που διαπερνά τον άξονα του έργου το φέρνουν σε μια μοναδικότητα, που μόλις αναδυόμενη συν τω χρόνω μετά το 2007 με το αφήγημα «Ο οστεοφύλαξ» ξεχωρίζει μες στο πεδίο της σύγχρονης πεζογραφίας μας.

Είναι που, κυρίως, καταφέρνει με γλωσσική ευπλασία να διευρύνει τα όρια του αφηγηματικού λόγου ενσωματώνοντας σ’ αυτόν, ως προϋπάρχων του πεζογράφου και ακόμη δρων ποιητής, την αυστηρότητα του καίριου στην ποίηση.

«Παντού πειθαρχία. Μόνο στους ποιητές δε χρειάστηκε να αλλάξει κάτι. Αυτοί άλλωστε από παλιά έχουν εθιστεί στην ιδέα της ματαιότητας των εγκοσμίων, γι’ αυτό και εξακολουθητικώς αντιτάσσουν τον ερωτισμό και την ελευθερία απέναντι στις ευτελείς επιλογές των πολλών. Οπότε το συναμφότερον του έρωτα και του θανάτου ήταν μέρος αναπόσπαστο του νέου ύφους που εγκαινίαζε η πόλη».

Στιγμές έχεις την εντύπωση ότι από πρόθεση ο συγγραφέας επιθυμεί να αγγίζει αυτό το κάτι από το μάγεμα του αλλόκοτου, όπως εκδιπλώθηκε σε έργα των μετρ του είδους. Τηρώντας μιαν απόσταση από τα δρώμενα, είναι φανερό ότι θέλει να αποτυπώσει τα ίχνη μιας «ιστορίας» και μιας εποχής. Κι αυτό φέρνει τη γραφή του ισοϋψή με τη νεωτερική ανάλυση της κοινωνίας όπως αυτή άρχισε να καταγράφεται στην πεζογραφία μας από τον Μεσοπόλεμο και δώθε με τον Κοσμά Πολίτη, λ.χ., και τη Μέλπω Αξιώτη, μέχρι την τριλογία του Στρατή Τσίρκα κι ακόμη ορισμένες στιβαρές πένες και της πρόσφατης περιόδου, όπως του Βασίλη Βασιλικού, της Μάρως Δούκα, της Ζυράννας Ζατέλη και του Αλέξη Πανσέληνου. Με τη διαρκή εξαίρεση, βέβαια, του Νίκου Καζαντζάκη που η καθολική αποδοχή του οφείλεται μάλλον στην πρωτοφανή μείξη στοιχείων ενός άδολου και γήινου πρωτογονισμού και μιας σχεδόν κυνικής αρρενωπότητας, με φόντο έναν ταραγμένο ελληνικό κόσμο χωρίς προσανατολισμό. Στοιχεία που θα συνεγείρουν τα κοσμοπολίτικα ορμέμφυτα Ευρωπαίων και εν γένει δυτικών που θα αγκαλιάσουν το έργο του και θα το καταστήσουν περιώνυμο.

Εδώ, ο πρωτεύων άξονας του διττού μυθιστορηματικού έργου προσγειώνει την ανθρώπινη κινητικότητα στη συντριβή, με λόγο αδρό και άμεσα ψυχογραφικό. Αποτέλεσμα αυτού, η Απειλή αναδεικνύεται σε έργο έκδηλα νεωτερικό, και σαν ένα από τα σημεία αναφοράς στην όλη πεζογραφία μας.

Η απειλή
Μάριος Μιχαηλίδης
Γαβριηλίδης
208 σελ.
ISBN 978-960-576-572-9
Τιμή: €12,72
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ελένη Καραγιάννη: «Το κόκκινο τάπερ»

Όταν έφτασε στα χέρια μου αυτή η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Καραγιάννη ήμουν βέβαιη, διαβάζοντας τον τίτλο, ότι θα ήταν γεμάτη αγάπη όπως ένα μαμαδίστικο «κόκκινο τάπερ» και δεν γελάστηκα....

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γιώργος Αγγελίδης: «Σκοτεινή κληρονομιά»

Η Σκοτεινή κληρονομιά του Γιώργου Αγγελίδη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αφήγηση, που συνδυάζει με δεξιοτεχνία τη φαντασία και το κοινωνικό δράμα. Ο συγγραφέας, μετά την «Τριλογία του φεγγαριού», αποφασίζει να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρυσοξένη Προκοπάκη: «Αβαρής»

Το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο της Χρυσοξένης Προκοπάκη έρχεται για να διευρύνει τα όρια του αφηγηματικού λόγου και τον κάνει να εναγκαλισθεί μεθόδους και τεχνικές του θεάτρου και, συγκεκριμένα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.