fbpx
Σοφία Διονυσοπούλου: «Η κόρη του ξενοδόχου»

Σοφία Διονυσοπούλου: «Η κόρη του ξενοδόχου»

Ένα ξενοδοχείο που μετράει τις τελευταίες μέρες –και νύχτες του– πλάι στη θάλασσα. Μια μητέρα που βρίσκεται σε ρήξη με τη γυναικεία της υπόσταση – την αναζητά, τη διεκδικεί, την επαναπροσδιορίζει. Η δεκατετράχρονη κόρη της, πάλλουσα από μια σωματικότητα που αρχίζει να ξεχειλίζει, στα πρόθυρα των δικών της ανακαλύψεων, χαμένη στα αχαρτογράφητα μονοπάτια του καλειδοσκοπικού ερωτισμού που αναδύεται σαρωτικός και τη συνεπαίρνει. Μια μυστηριώδης γυναίκα, αδελφή της μιας και θεία της άλλης, σκιώδης femme fatale που εμφανίζεται αιφνιδιαστικά από το παρελθόν, βασανισμένο τοτέμ που επιθυμεί να εκπέσει από το βάθρο της μοιραιότητάς της. Η αινιγματική παρουσία ενός άντρα, ο οποίος εμφανίζεται για να διαταράξει τις επισφαλείς ισορροπίες και η απτή απουσία ενός άλλου –συζύγου, πατέρα, εραστή– που έχει κλονίσει το σύμπαν τριών θηλυκών υπάρξεων εδώ και καιρό. Ο περιπλανώμενος μα οικείος ξένος, περισσότερο σύμβολο και αρχέτυπο παρά πραγματικός χαρακτήρας που ξεδιπλώνεται σε όλες του τις διαστάσεις, έρχεται για να φουντώσει αλλά και για να κατευνάσει τα πάθη, να ξεκλειδώσει τα κορμιά και τα μυστήρια, διαφυλάσσοντας ωστόσο το δικό του. Ένας απροσδόκητος λυτρωτής στα ίχνη της καταστροφής που άφησε πίσω του ο αιμοσταγής και ματωμένος αγαπημένος, προδότης της επιθυμίας του και προδομένος από αυτήν, ρευστός και άπιαστος, ένα φάσμα προορισμένο –και καταδικασμένο ίσως;– να συδαυλίζει και να υποθάλπει το ανικανοποίητο:

Η μαμά ήταν πάντα μαμά. Η θεία Έλσα γυναίκα με γάντια. Κι ο μπαμπάς είχε πάντα ερωμένες. Κι όταν την έπαιρνε στα γόνατά του, της έλεγε η αγάπη μου είσαι εσύ. Κι έτσι έμαθε όλα να του τα συγχωρεί. Και τις κλοτσιές που έτρωγε η μαμά και το πιστόλι που εκείνος είχε βγάλει μια φορά, και τα μεθύσια, προπάντων τα μεθύσια, γιατί ήταν η αιτία για όλα αυτά.

Τώρα όμως τι; Γιατί μετά από τόσα χρόνια σκεφτόταν τον μπαμπά, γιατί σκεφτόταν τον μπαμπά κι εμπρός της έβλεπε το ματωμένο χέρι ενός αγνώστου;

Έκλεισε τα μάτια κι έκανε κάτι που το ονόμαζε κίνηση πεταλούδας.

Κίνηση πεταλούδας σήμαινε κίνηση ανθρώπου πάνω σε πεταλούδα. Για την ακρίβεια, άνθρωπος πιάνει φτερά πεταλούδας κι έτσι τα σβήνει, του μένει χρώμα στο χέρι, τρίβει τα δάχτυλα κι αυτό ήταν. Κίνηση πεταλούδας, λοιπόν, κι έσβησε κάθε σκέψη. […]

Υπάρχει μια στιγμή που σχηματίζονται τα σύννεφα. Και μεγαλώνουν κι ακουμπούν το ένα στο άλλο. Τότε έρχεται η καταιγίδα. Το κορίτσι το ξέρει. Και θα μείνει εκεί. Θα την αφήσει να ξεσπάσει.

Η Σοφία Διονυσοπούλου χτίζει στέρεα την ιστορία της διαπλέκοντας αντιθέσεις, δίπολα, εποχές και αφηγήσεις – η τριτοπρόσωπη αφήγηση παραχωρεί τη θέση της στην αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο (μιας εσωτερικής, ημιπαραληρηματικής φωνής) και τούμπαλιν, χωρίς αυτό να δημιουργεί προβλήματα στη ροή του μυθιστορήματος. Ταυτόχρονα ενσωματώνει δεξιοτεχνικά την παράδοση της γαλλικής ερωτικής λογοτεχνίας –ως γλώσσα, ύφος και αίσθηση– και τις δημιουργικά αφομοιωμένες επιρροές της από την ψυχανάλυση και τον μαγεμένο κόσμο των σουρεαλιστών: το κείμενο ανασαίνει στον παλμό του Ανδρέα Εμπειρίκου και της Μάτσης Χατζηλαζάρου, αν και ο δικός τους απροκάλυπτος, πολλές φορές, ερωτισμός αντικαθίσταται εδώ από μεγαλύτερη πυκνότητα στο λόγο, υπαινικτικότητα και υπόγειο, ασφυκτικό, σχεδόν, αισθησιασμό που δεν είμαστε ποτέ σίγουροι αν εκτονώνεται – και ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο μας πλανεύει, μας καλεί επιτακτικά να μπούμε στην τροχιά του. Διαβάζοντας δε το παρακάτω απόσπασμα, ο συνειρμός μου οδηγήθηκε αναπόφευκτα σ’ έναν άλλο μεγάλο ερωτικό, τον Ντ. Χ. Λώρενς, και συγκεκριμένα στη συλλογή του Πουλιά, Ζώα και Λουλούδια. Γράφει η Διονυσοπούλου:

Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι τον είχε δει γυμνό κι ότι εκείνος πάλι την είχε γδύσει. Η ηδονή του νερού επανερχόταν στο κορμί της, πλανόδια πλανεύτρα που χτυπά αναπάντεχα την πόρτα […] Θυμήθηκε ξανά τις μπίρες, τη γύμνια τους λες και ήταν ό,τι πιο φυσικό, μα πάνω απ’ όλα εκείνο το λικνιστικό σούρσιμο απ’ τα μαλλιά και αποφάσισε να λύσει το μυστήριο. Δεν θα κατέβαινε για φαγητό. Πάνω στο γραφειάκι της είχε πέντε βερίκοκα. Της άρεσαν πολύ τα καλογινωμένα βερίκοκα. Κάθισε στο πάτωμα, τα ακούμπησε στο φουστάνι της κι άρχισε να τα τρώει. Έπρεπε να μείνει μόνη. Να σκεφτεί. Έτρωγε κι αφαιρέθηκε. Έφτυνε στις σανίδες τα κουκούτσια.

Είναι στιγμές που τρέμουνε τον κόσμο τα κορίτσια. Τότε κάτι έρχεται και τα μεταμορφώνει. Και συνεχίζουν τη ζωή δαιμονισμένα.

Η θεατρικότητα, επίσης, της Διονυσοπούλου παραμένει αδιαπραγμάτευτη –το κατέχει, άλλωστε, το είδος– και αναδεικνύεται και πάλι ως σπάνιας λυρικής ευαισθησίας: στην αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο ατάκτως ερριμμένες φράσεις της αστράφτουν σαν πολύτιμοι λίθοι, θραύσματα γυαλιού καρφωμένα σε βελούδο που σπιθίζουν στα σκοτάδια και σε ματώνουν όταν πας να τα αγγίξεις. Βαθιά ερωτικό, ποιητικό, σκοτεινό, με την άγρια τοπιογραφία και την υποβλητική εικονοπλασία του, το βιβλίο σε παρασύρει στο γενναιόδωρο βυθό του για να σε βγάλει στην επιφάνεια με μιαν ανάσα. Το αν θα βουτήξετε με ή χωρίς αναπνευστήρα είναι δική σας ευθύνη, υπάρχουν όμως αδιαμφισβήτητες εγγυήσεις για τα θαύματα που θα συναντήσετε εκεί, φιλοτεχνημένα από μια ακαταπόνητη τεχνίτρια των λέξεων με μοναδική ενσυναίσθηση, που θα σας αποζημιώσει για την επιλογή σας να εισέλθετε στον κόσμο της.

Η κόρη του ξενοδόχου
Σοφία Διονυσοπούλου
Άγρα
179 σελ.
Τιμή € 13,50

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.