fbpx
Βασίλης Βασιλικός: «8½»

Βασίλης Βασιλικός: «8½»

Υπάρχει ένα ερώτημα, που σίγουρα δεν έχει απασχολήσει τους πολλούς. Γιατί η λαϊκή αντίσταση στη στρατιωτική δικτατορία δεν υπήρξε πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία μας, και γενικότερα για την τέχνη, αν και πέρασε από τότε μισός περίπου αιώνας;

Στις μετρημένες στα δάχτυλα εξαιρέσεις, τα «εξόριστα κείμενα» του Βασίλη Βασιλικού, που παρουσιάζονται σε δύο πολυσέλιδους τόμους υπό τον συμβολικό τίτλο , αποτελούν χρήσιμη κοινωνικά προσφορά των Εκδόσεων Παπαζήση: στον ιστορικό του μέλλοντος, στους εραστές της ιστορικής αλήθειας, της νέας, κυρίως, γενιάς και ευρύτερα στη συλλογική ιστορική συνείδηση. Καθότι αυτά τα έργα στην πρώτη και εξόχως πρωτότυπη έκδοσή τους εκείνα τα χρόνια, με εκδότη τον ίδιο το συγγραφέα, υπό τον τίτλο και τότε, με διάσπαρτα τα λιγοστά αντίτυπα, κινδύνευαν να χαθούν και θα ’ταν απώλεια.

Έτσι όπως η χούντα μάς έκανε κοσμοπολίτες, το ’φερε η μοίρα να βοηθήσω τον έκτοτε φίλο μου Β.Β. να εκδώσει στη διετία 1969-1970 τις ολιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές του, που δεν περιλαμβάνονται ατόφιες στους τωρινούς δύο τόμους με «τις πρόζες, τις μυθοπλασίες, τα ντοκουμέντα» κατά τον υπότιτλο. Σταχυολογώντας, πάντα, και μάλιστα το ίδιο εξαίρετο ποίημα στις δυο παραλλαγές του, από τη συλλογή λάκα-σούλι, που προβάλλεται στα οπισθόφυλλα των δυο τόμων.

Διαβάζω του δεύτερου τόμου:

Όλα θα ξεχαστούν. Μια μέρα

αγκαλιασμένοι θα βρεθούμε

οι απόδημοι κ’ οι εδώδιμοι,

οι αντιστασιασθέντες κ’ οι νεκρόφιλοι.

Θα πούμε: «Ό γέγονε, γέγονε·

ο νεκρός κείται στον πάνω όροφο».

Κ’ εσύ, πτωματολόγος εξ επαγγέλματος,

θα σκύψεις ξανά πάνω στα εξόριστα

κείμενα, ξανά αγνοώντας

την απόδημη οδύνη

για την ενδημική συμφορά.

Μετακινούμενος τότε από το Παρίσι στη Ρώμη και τούμπαλιν, ο Β.Β. στην εναγώνια αναζήτηση εκδοτικού μηχανισμού έφθασε κι ως το τυπογραφείο της ελληνοκυπριακής εφημερίδας Το Βήμα, στις φτωχογειτονιές του ανατολικού Λονδίνου, όπου εργαζόμουν περιστασιακά για την επιβίωση. Καθισμένοι δυο μεσημέρια σε μια παμπ, κάναμε μαζί τις τελικές διορθώσεις στα τυπογραφικά δοκίμια και επιλέξαμε τα στοιχεία για τους τίτλους και το χρώμα του χαρτονιού για τα εξώφυλλα.

Τόσος, λοιπόν, μόχθος, χρόνος και έξοδα για να τυπωθούν τα βιβλιαράκια των εκδόσεων , που κυκλοφορούσαν συνηθέστατα χέρι με χέρι.

Ο διευθυντής του Βήματος Γιώργος Πεύκος, που καμάρωνε ότι ήταν στέλεχος, όχι του ΑΚΕΛ, με την ευρύτατη επιρροή στην Κύπρο, αλλά του Βρετανικού Κ.Κ., που σε ολομέλεια χωρούσε σ’ ένα γήπεδο, είχε επιφυλάξεις: «Δεν καταλαβαίνω, κουμπάρε, τι σόι αντίσταση υπηρετεί αυτός ο Βασιλικός και γιατί θεωρείται αριστερός, αφού πουθενά δε μιλάει για το κόμμα-οδηγητή, που θα ξεσήκωνε το λαό».

«Κουμπάρε» με προσφωνούσε, γιατί δεν άξιζα προφανώς το «σύντροφε», παρά τις διώξεις, την «παρανομία» στην Αθήνα και τις ερήμην καταδίκες, αφού ούτε εγώ ανήκα στο Κόμμα.

Δεν ήταν μόνο που δεν πρόβαλλε το Κόμμα ο Βασίλης. Στα κείμενά του αποκαλύπτεται και επικίνδυνος αιρετικός, καθότι ανένταχτος κομματικά και επίμονα αντιδογματικός στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Δεν έχανε ευκαιρία να μιλάει για την Πράγα του 1968 και τη Βουδαπέστη του 1956, για τα δεινά των αντιφρονούντων ανάμεσα στους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες και για τις προκλητικά φιλικές σχέσεις με το χουντικό καθεστώς των κρατών του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Με ευαίσθητες κεραίες για όσα συγκλόνιζαν τότε την ανθρωπότητα –σε πρώτο πλάνο, το ανεπανάληπτο έπος του Βιετνάμ και η ένοπλη αντίσταση στα πρότυπα του Τσε Γκεβάρα, στις στυγνές δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής– ο Β.Β. μόνος απρόσβλητος και από την πλημμυρίδα του μαοϊσμού, που χρωμάτισε έντονα τον Γαλλικό Μάη του ’68 και ατόνησε από τα αδιέξοδα της εξέγερσης κι αναχαιτίστηκε από την παλινόρθωση του γαλλικού αυταρχισμού.

Αεικίνητος στην Ευρώπη ο Β.Β., στα κείμενά του δεν φανατίζεται και δεν θεωρητικολογεί. Αφουγκράζεται, παρατηρεί, φωτογραφίζει και καταγράφει με εκπληκτική διεισδυτικότητα και αμεροληψία, προσωποποιημένη και πολυπρόσωπη τη μίζερη μοίρα της ελληνικής εμιγκράτσιας – διευρυμένης, ώστε μαζί με τους αυτοεξόριστους της δικτατορίας να περιλάβει και τους μετανάστες μας στην Πράγα και στη Γαλλία, στο Βέλγιο και στις σκανδιναβικές χώρες, και τους πολιτικούς πρόσφυγες που αναζήτησαν καταφύγιο στη Δύση.

Ακαταπόνητος και επιμελής χρονικογράφος, ο Β.Β. αναδεικνύεται έτσι στον κορυφαίο ρεπόρτερ της εμιγκράτσιας. Παρότι τα γεγονότα συχνά είναι αλλοιωμένα και τα πρόσωπα με ψευδώνυμα. Ο ιστορικός θα δυσκολευτεί ίσως να αναγνωρίσει τον Φιλίνη πίσω από τον Ζήση και την αφεντιά μου σαν Γλαύκο, αλλά όχι και να δει τον Μίκη Θεοδωράκη σαν Ρωμανό το Μελωδό, τη Μαρία Φαραντούρη σαν ψάλτρια και το μαραγκό της Καισαριανής Αντώνη Καλογιάννη σαν πρώτο μπουζούκι.

Το ιδεολογικό στίγμα του Β.Β. στην τότε χαοτική πανσπερμία της Αριστεράς –όπου όσο μακρύτερα από την Ελλάδα, τόσο πιο αδιάλλακτος επαναστάτης, χωρίς επίγνωση ότι όσο αριστερά κι αν βρίσκεσαι, πάντα θα υπάρχει κάποιος αριστερότερα– δεν είναι δύσκολο να ανιχνευτεί στα κείμενά του. Με τις επιλογές, πρωτίστως, των ντοκουμέντων: το μεγαλείο του Αλέκου Παναγούλη, μέσα από το πορτρέτο του συντρόφου του Νίκου Ζαμπέλη, και ένα μεγάλο τμήμα από το δοκίμιο του Ρεζίς Ντεμπρέ Μαθαίνοντας από τους Τουπαμάρος. «Δεν είχα τον απαραίτητο χρόνο να μεταφέρω ολόκληρο το βιβλίο, γιατί θεωρούσα επείγον να υπάρξει η πεμπτουσία του», γράφει ο Βασιλικός, αποκαλύπτοντας την ενδόμυχη ελπίδα του να βρουν και στην Ελλάδα μιμητές οι Τουπαμάρος, για τους οποίους η επαναστατική διαδικασία δεν είναι φλυαρία και ηρωικές εξάρσεις, αλλά ταυτίζεται με την καθημερινότητα και γίνεται τρόπος και σκοπός ζωής. Αλλά και με την προβολή της ανοικτής πάλης στα προδρομικά πολιτικά θρίλερ του (κυριαρχούν τώρα στη λογοτεχνική αγορά) με τους τίτλους Το ψαροντούφεκο και Δολοκτονία.

Η απάντηση στο αρχικό μας ερώτημα, γιατί η αντίσταση επί χούντας δεν ενέπνευσε τη λογοτεχνία, αναδύεται γλαφυρά και πειστικά από τη θλίψη που διαχέεται στα «εξόριστα» κείμενα του Β.Β. Διότι, παρά τις μυριάδες των διαδηλωτών στις μεταδικτατορικές επετείους του Πολυτεχνείου, παρά τις Νομικές και τα Πολυτεχνεία, παρά τα πλήθη στις κηδείες του «Γέρου» και του Σεφέρη, παρά τις χιλιάδες των βασανισμένων, των φυλακισμένων και των εξορίστων, παρά τις σποραδικές έστω βόμβες και τον ηρωισμό των ομάδων της ένοπλης πάλης, παρά τον μεγάλο Αλέκο Παναγούλη και παρά τις αντιστασιακές οργανώσεις όλου του φάσματος, μαζική αντίσταση στη στρατιωτική δικτατορία δεν υπήρξε. Και πολύ περισσότερο αντίσταση «παλλαϊκή» και «πανεθνική», όπως τη θέλησε η μυθοπλασία της κομματικής προπαγάνδας.

Ποιος ξέρει, λέει και ενδεχομένως θα ’λεγε και στο σημερινό μας χάλι, ο διανοούμενος του προλεταριάτου και ο προλετάριος της διανόησης, όπως τον θέλει ο Β.Β, ποιος ξέρει, αν έχει γεράσει το κύτταρο της φυλής μας και γι’ αυτό ο λαός μας δεν ξεσηκώνεται.


Πρόζες, μυθοπλασίες, ντοκουμέντα: 1968-1970
Βασίλης Βασιλικός
επιμέλεια: Κώστας Θ. Καλφόπουλος
Παπαζήση
421 σελ.
Τιμή € 19,17

 

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.