fbpx
×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 4479
Παυλίνα Παμπούδη: «Το χεράκι στον ιστό»

Παυλίνα Παμπούδη: «Το χεράκι στον ιστό»

«Η Ξένη είχε ανεμοβλογιά». Με αυτή τη φράση ξεκινάει η Παυλίνα Παμπούδη το μυθιστόρημά της Το χεράκι στον ιστό. Την ίδια στιγμή, μέσα από ένα κλασικό μυθιστόρημα ο Μερσό μάς κάνει ένα νεύμα και μας κλείνει το μάτι. Γιατί και εκεί, στον Ξένο του Καμί, το ζήτημα είναι το ίδιο. Η μηδαμινότητα της ανθρώπινης μοίρας μέσα σε ένα παράλογο χωρίς έννοια σύμπαν. Και το πένθος. Και η απώλεια. Και το πού παν οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν. Και μία εξίσωση. «Πόσοι άμεσοι νεκροί αντιστοιχούν σε έναν ζωντανό και πόσοι ζωντανοί και πόσο» αναρωτιέται η συγγραφέας.

Ένα κοριτσάκι με ανεμοβλογιά σε ένα άδειο σπίτι με μία γιαγιά. Μία γιαγιά που της φέρνει τσάι με ελιές και πάει να τη χαϊδέψει, αλλά το χάδι της μένει μετέωρο. Η μαμά της στη δουλειά, ο μπαμπάς ένας ξένος με μία καμπαρντίνα που κοιτάει το σπίτι από απέναντι. Έτσι η Ξένη θα κατέβει στο υπόγειο (μέσα της;) και εκεί θα ανακαλύψει έναν τρόπο να ξορκίσει τον θάνατο. Μέσα σε έναν πίνακα υπάρχει ένα τρικάταρτο φασματικό καράβι που γράφει επάνω, όχι Χίμαιρα όπως το καράβι του Καραγάτση, αλλά ο Παρών. Βυθίζει το χεράκι της στη θάλασσα του πίνακα και αποκτά την ικανότητα της διήθησης μέσα στον μαλακό χρόνο. Ποιος είναι ο Παρών στο μυθιστόρημα αυτό και ποιος είναι ο Απών; Παρών είναι ο χρόνος, αυτή η ρευστή άμμος στην κλεψύδρα, που δεν είναι γραμμικός. Τον ρυθμό του ακολουθεί η ηρωίδα, που είναι παρούσα και απούσα μαζί, αφού αναβοσβήνει ανάμεσα στο παιδί και στον ενήλικα, ανάμεσα στους ζωντανούς και στους πεθαμένους, εξοικειωμένη απόλυτα και με τη ζωή και με τον θάνατο, έχοντας συνειδητοποιήσει πως ένα λεπτό μόνον πέπλο θλίψης τούς χωρίζει. Η Ξένη-παύλα-Παυλίνα βρίσκει έναν εξαιρετικό τρόπο να διασώζει εποχές, σπίτια, αγαπημένους, συγγενείς, εραστές ταξιδεύοντας στον χωροχρόνο, αλλάζοντας συνέχεια διαθέσεις, χρώματα, περιβάλλον, κάνοντας βουτιές στη μαύρη λίμνη με τις αναμνήσεις. Παράλληλα με το να διασώζει, όμως, βρίσκει και έναν τρόπο να εντοπίζει πράγματα χαμένα μέσα στον διάτρητο ιστό του χρόνου – εδώ γίνεται μια σαφής αναφορά στον άλλο ιστό, αυτόν του διαδικτύου, που είναι ένας άλλος τρόπος να χάνεσαι.

Η Ξένη ως αφηγήτρια δεν αλλάζει όμως σε αυτό το ταξίδι στον χρόνο. Διατηρεί την αθώα αλλά αποστασιοποιημένη ματιά αυτού του μοναχικού κοριτσιού, που θαυμάζει, απορεί, προσπαθεί να ερμηνεύσει, να κατανοήσει, να αφομοιώσει όλο τον κύκλο της ανθρώπινης ζωής, τα γηρατειά, τον θάνατο, τον έρωτα, την απώλεια, το σύμπαν και το μυστήριο της ύπαρξης με έναν τρόπο πρωτότυπο και μοναδικό. Μία γαλάζια θλίψη χρωματίζει όλα τα τοπία της αφήγησής της.

Κάθε φορά η Ξένη βρίσκει μία πύλη για να περάσει σε άλλη διάσταση. Τέτοιες πύλες στο βιβλίο που εξυπηρετούν την απαραίτητη μετάβαση είναι: το ωμέγα της λέξης παρών στο καράβι, μία κουμπότρυπα σε γαλάζιο ζακετάκι, μία τρύπα σε σεντόνι, ένα ξηλωμένο κουμπί, ένα κακότεχνο μαντάρισμα, τα αυτιά του Ντάμπο στο Μίκι Μάους, ένας λεκές από αίμα, ένα δαχτυλίδι της γιαγιάς, ένας μαύρος ήλιος, μία κηλίδα στο δάχτυλο και άλλα τέτοια ευφάνταστα ευρήματα.

Μέσα από μία τεχνική κολάζ συναρμολογούμε τα κομμάτια του μυθιστορήματος. Αποσπασματικά γράφει η συγγραφέας, «όπως μας βλέπουν τα έντομα». Αν ήθελε να εντάξει κάποιος σε κάποιο είδος το μυθιστόρημα αυτό της Παυλίνας Παμπούδη θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει μυθιστόρημα φανταστικού ρεαλισμού. Η Παυλίνα γίνεται μάρτυρας σκηνών από το μέλλον ή το παρελθόν, συναντά πρόσωπα που υπήρξαν ή δεν υπήρξαν, τη μαμά της, τον μπαμπά της, τη γιαγιά της, θείες, ξαδέλφες, εραστές, συντρόφους σε διάφορες φάσεις της ζωής τους, γνωρίζοντας πολλές φορές από πριν το τραγικό τους τέλος, άλλοτε ερωτευμένη και πυρακτωμένη, άλλοτε φοβισμένη, άλλοτε μόνη, με διάφορες γάτες που χαϊδεύουν τον αναγνώστη με τη στιλπνή τους ουρά καθώς τρίβονται στις σειρές των γραμμάτων, «μία λιπόσαρκη γάτα που εμφανίζεται και εξαφανίζεται στο πουθενά σαν έμπνευση σε αδιέξοδο ποίημα» αλλά και οι γάτες Γκρι, Γάτα Γάτα, Κάρι, Τζίνι, Πούκι, Μήτσος, Μέρλιν, Έτσι, Γέτι, Μακάριο Γούρι και Τσίου.

Μέσα από την πηχτή μαγεία που συνειδητά καλλιεργεί, η συγγραφέας κεντά με δαντέλα την ατμόσφαιρα του οριστικά χαμένου. Όλα τα πρόσωπα εμφανίζονται για να εξαφανιστούν και τα πλάνα διαδέχονται γρήγορα το ένα το άλλο. Έτσι, μέσα σ' αυτό το βιβλίο υπάρχουν χιλιάδες ιστορίες, αυτές που διαβάζουμε κι αυτές που αποσιωπούνται, χιλιάδες ζωές μυστικές, φανερές, κρυφές και κυρίως αυτές που δεν βιώθηκαν. Η Θεία Καίτη, η Θεία Μαρίνα, η Θεία Έλλη, η γιαγιά Αθηνά και η γιαγιά Χαρίκλεια, η Ηρώ η μαμά της, ο Βασίλης ο έρωτας και σύντροφός της, ο μπαμπάς που προσπαθεί να ξυπνήσει από τον θάνατο, ο άντρας της που χάθηκε, το τηλέφωνο που χτυπά οκτώ χρόνια τώρα σε άδειο σπίτι, ο Χρίστος, η Ρένα, ο Φερεϊντούν και ο Γιώργος από χρόνια πεθαμένοι, ο θάνατος της μητέρας, η Ξένη τη σκεπάζει με ένα σεντόνι νιώθοντας πιο ξένη από ποτέ, μία γρήγορη καλειδοσκοπική διαδοχή αναμνήσεων με έναν τρόπο απόλυτα ποιητικό.

Όπως σε μία φωλιά με πολύτιμα αυγά πουλιού, έτσι και σ' αυτό το μυθιστόρημα είναι κρυμμένα μικρά ποιήματα που ακτινοβολούν. Για παράδειγμα, δέκα μικρά ποιήματα που εντόπισα ανάμεσα σε πολλά άλλα.

1. Δεν θυμάται το στόμα της μαμάς της, γι' αυτό ακούει θολή τη φωνή της. Όταν η μαμά της τη φιλάει όμως σε μία κατοπινή σκηνή, τότε ξαναθυμάται το στόμα και έτσι μπορεί και ακούει πιο ευδιάκριτα τη φωνή.

2. Επινοεί ένα μαύρο τηλέφωνο, ακολουθεί το καλώδιο και μιλάει με τη φίλη της Πέρσα.

3. Το αεράκι κινείται παχύρρευστο, άμορφο, όλο τρύπες και ξέφτια με κίτρινη πηχτή μυρωδιά.

4. Ένας ιππόκαμπος γαντζώνεται στο μπαλκόνι και αυτό σημαίνει ότι ο Πόρος θα ξαναβυθιστεί μαζί με το ρημαγμένο λεμονοδάσος του.

5. Η γιαγιά ήταν εκεί και επόπτευε με την αδιαφορία του κοσμικού όντος. Ούτε που διακρινόταν πια, εξάλλου ποτέ δεν φρόντιζε για την εμφάνισή της, γνωρίζοντας πως όλα, ακόμα και η αιωνιότητα, είναι στιγμιαία.

6. Όλα τα δέντρα είναι τα μισά στον κάτω κόσμο. Επικοινωνούν με τις ρίζες τους κι εμείς το ίδιο μέσω των νεκρών μας.

7. Αυτός που θα γινόταν άντρας της την εξεβίαζε στον βυθό να τον αγαπήσει. Δεν είχε αφαλό. Μόνο μία πλατιά δαχτυλιά στη μέση της κοιλιάς. Τον είχε ξεγεννήσει Εβραία μαμή.

8. Κάποιες συνταγές εκτοξεύτηκαν φλεγόμενες στον αέρα κι έμειναν για λίγο να συστρέφονται κατατρώγοντας το φάντασμα του χεριού που τις έγραψε.

9. Θα φωτογράφιζε τον Βασίλη με το μαύρο του καπέλο να διαβάζει Σαχτούρη. Θα της έμενε η φωτογραφία με έναν λεκέ της φωνής του στο κενό πίσω από το μικρόφωνο.

10. Είμαι εκ γενετής τόσο λυπημένη, που τα περισσότερα γυαλικά μου ραγίζουν μόνα τους.

Υπάρχει ένα ενδιαφέρον εύρημα στο βιβλίο. Κατά καιρούς εμφανίζονται διάφορες φωτεινές επιγραφές-ενημερώσεις, που δίνουν το τέμπο κατά κάποιον τρόπο της αφήγησης. Έτσι «μαθαίνουμε ότι ο εγκέφαλος δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε μια πραγματική και μία φανταστική, εικονική ή συμβολική πληροφορία, ότι το μικροκλίμα αλλάζει δραματικά», ενημερωνόμαστε ότι «κάθε εννιά λεπτά αυτοκτονεί ένας άνθρωπος στην Ευρώπη», για τη γρίπη των πτηνών και των χοίρων, για τη νόσο των τρελών αγελάδων, για το ότι «η Μεσόγειος θα είναι η μεγάλη ηττημένη στις περιβαλλοντολογικές αλλαγές» καθώς και ειδήσεις της επόμενης χιλιετίας, για τα εκατοντάδες θύματα της γρίπης, για το ότι εξερράγη μία βόμβα στο Κέντρο Μεταναστών και άλλα πολλά. Όλες αυτές οι φαινομενικά άσχετες πληροφορίες δίνουν έναν ρυθμό, συνθέτουν τον καμβά, αποτελούν την κοινωνική διάσταση της αφήγησης, την τοποθετούν και την ορίζουν σε μία χώρα και σε μία εποχή και ταυτόχρονα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τον παραλογισμό ενός ολόκληρου κόσμου που καταστρέφεται.

Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου εμφανίζεται ο όρος ego histoire, «που περιγράφει το εγχείρημα του καταυγασμού από κάποιον της προσωπικής του ιστορίας ως εάν ήταν η ιστορία κάποιου άλλου». Εδώ μας κλείνει το μάτι η συγγραφέας. Η ιστορία που διαβάζετε εδώ δεν είναι κάποιου άλλου, είναι δική μου, μας λέει. Και ταυτόχρονα δεν είναι καθόλου δική μου. Είναι η ιστορία όλων αυτών των ανθρώπων, νεκρών και ζωντανών, αλλά ακόμα πιο πέρα είναι η ιστορία όλων μας. Γιατί αυτό το μυθιστόρημα μιλάει για την απώλεια. Και για το ρευστό της ανθρώπινης φύσης. Που χάνει διαρκώς και χάνεται και πρέπει να αντιμετωπίσει αυτήν τη συνεχή απώλεια με όποιον τρόπο μπορεί.

Σ' αυτό το μυθιστόρημα η Παυλίνα Παμπούδη ταυτόχρονα διασώζει: ένα αποτελεσματικό δηλητήριο για κατσαρίδες, τον τρόπο που μας βλέπουν τα πουλιά και τα έντομα αλλά και τις απόψεις της για τα όνειρα σε ένα μικρό εγκιβωτισμένο ποιητικό δοκίμιο, καθώς και για την ποίηση, την πεζογραφία, τη μετάφραση και τη δημιουργία μέσα από τη συνομιλία της με έναν ποιητή, τη ζωγραφική μέσα από τη συνομιλία της με τη φίλη της και πολλές ακόμα. Το μυθιστόρημα γίνεται ένα ελαφρύ μπαούλο, που μέσα του η Παυλίνα Παμπούδη βάζει πράγματα όπως σεντόνια λεπτά χασεδένια, μαξιλαροθήκες με μπλε φιστόνια, μία τούλινη κουνουπιέρα από τον ουρανό του νυφικού κρεβατιού της γιαγιάς, αλλά και πρόσωπα όπως όλους τους αγαπημένους της, στιγμιότυπα ζωής που τη στιγμάτισαν, απόψεις και συνταγές, ονόματα μαρτύρων, μία προσπάθεια ταρίχευσης της πεταλούδας της ψυχής.

«"Τι να συμβαίνει, άραγε" θα σκεφτόταν κάποτε η Ξένη "στα πρόσωπα που δημιουργώ/ανακαλώ, στις ιστορίες τους που δεν ολοκληρώνω, στους χώρους τους που δεν αρχιτεκτονώ τετραδιάστατους, στους χρόνους τους που μπερδεύω; Μετεμψυχώνονται, άραγε, και τα πλάσματα της μιας βραδιάς;" θα αναρωτιόταν. "Όχι. Δεν πρέπει να το κάνω αυτό. Είναι επικίνδυνο. Είναι ύβρις" θα σκεφτόταν μετά. "Όλο αυτό το απίστευτο υλικό 'βιωμάτων' δικών μου, ή 'βιωμάτων' ακόμα πιο φανταστικών προσώπων, οφείλει να μένει πάντα αδρανοποιημένο, σε πολτώδη κατάσταση".

»Θα συνέχιζε όμως να το αναμοχλεύει κάθε τόσο, και ν' αντιμετωπίζει συνεχώς μια πανοραμική θέση της ματαιότητας.

»Η Κινεζούλα έλεγε για το κόκκινο φαρμάκι. Που πάει κατευθείαν στην καρδιά. Και αντιστρέφει τη ροή του αίματος. Δεν υπάρχει αντίδοτο, είπε αυτός που τον είχε τρυπήσει μια βελόνα βουτηγμένη στο κόκκινο φαρμάκι και θα πέθαινε σε τέσσερις ώρες. Υπάρχει, είπε η Κινεζούλα. Όλα τα πράγματα έχουν το αντίδοτό τους».

Η Παυλίνα Παμπούδη έχει βρει το αντίδοτο του θανάτου. Λέγεται μνήμη και είναι εγκιβωτισμένη όλη μέσα σ' αυτό το μυθιστόρημα.

 

Το χεράκι στον ιστό
Παυλίνα Παμπούδη
Ροές
197 σελ.
Τιμή € 13,00
1-patakis-link


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ελένη Καραγιάννη: «Το κόκκινο τάπερ»

Όταν έφτασε στα χέρια μου αυτή η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Καραγιάννη ήμουν βέβαιη, διαβάζοντας τον τίτλο, ότι θα ήταν γεμάτη αγάπη όπως ένα μαμαδίστικο «κόκκινο τάπερ» και δεν γελάστηκα....

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γιώργος Αγγελίδης: «Σκοτεινή κληρονομιά»

Η Σκοτεινή κληρονομιά του Γιώργου Αγγελίδη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αφήγηση, που συνδυάζει με δεξιοτεχνία τη φαντασία και το κοινωνικό δράμα. Ο συγγραφέας, μετά την «Τριλογία του φεγγαριού», αποφασίζει να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρυσοξένη Προκοπάκη: «Αβαρής»

Το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο της Χρυσοξένης Προκοπάκη έρχεται για να διευρύνει τα όρια του αφηγηματικού λόγου και τον κάνει να εναγκαλισθεί μεθόδους και τεχνικές του θεάτρου και, συγκεκριμένα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.