fbpx
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου: «Νερό»

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου: «Νερό»

Όταν το επαναλαμβανόμενο κυκλώνει μες στη δίνη του την καθηλωμένη πραγματικότητα, τότε αρκεί ακόμη κι ένα άγγιγμα, έστω και στη χειρολαβή ενός απλού «νιαγάρα», προκειμένου να ενεργοποιηθεί κάποιος μυστικός αόρατος δίαυλος. Είναι η ώρα που το διαιρεμένο «εγώ» νιώθει αποκόμματα της μοναχικότητάς του να ψηλαφούν τα αθέατα όρια γειτονικών ερημώσεων.

Όμως, η ανάγκη είναι μία και είναι επιτακτική. Ν’ αποτελέσει η ασήμαντη ζωή μας επίκεντρο ενδιαφέροντος έστω κι ενός ανθρώπου. Κι ας καμωνόμαστε ότι αυτό διόλου δεν μας ευχαριστεί, αντίθετα μας προξενεί έντονη δυσφορία.

Στην πραγματικότητα, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του ήρωα, ίσως και να ευχόμασταν να υπήρχε κάπου κρυμμένος ο «αθέατος αφέτης» που θα είχε το βλέμμα του στραμμένο στις κινήσεις μας, που θα τον αιφνιδίαζαν τα απρόβλεπτα και οι ανατροπές, τις οποίες η απαράμιλλη εφευρετικότητά μας ενδεχομένως θα προκαλούσε. Μια αέναη σιωπηλή συνομιλία, ένα παιχνίδι προκλήσεων και αντιδράσεων, υπομονής και στρατηγικών σχεδιασμών, που θα αποκαλύψει την εμμονή του άλλου να ενταχθεί αόρατος στην καθημερινότητά μας, να την παρατηρήσει και ίσως ακόμη και να την υπονομεύσει.

Κάποιοι θα επικαλεστούν μιαν άρρωστη φαντασία, που μέσα στη νοσηρότητά της επινοεί εχθρούς, οι ύπουλες μεθοδεύσεις των οποίων αποσκοπούν στην εξολόθρευσή μας. Μήπως όμως τελικά την εξολόθρευση αυτήν κι εμείς επιδιώκουμε;

Αναφέρομαι στην εξολόθρευση εκείνου του εντελώς ωχρού «εγώ», που δεν αφορά κι ούτε επηρεάζει στο ελάχιστο τις ζωές κάποιων άλλων. Μια άκρως αδιάφορη ζωή, μια αδιαμφισβήτητη παρουσία απουσίας, που αφαιρεί ως διά μαγείας το περίγραμμα της υπόστασής μας, αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξή της:

«…που όμως όλοι αγνοούσανε την παρουσία μου, άλλο αν και να ήμουν σαν πραγματικά πάλι θα την αγνοούσαν και ούτε θα με πρόσεχε κανείς, αφού στον πανικό μου εγώ θα σώπαινα και αν μίλαγα δεν θα έβρισκα να πω κάτι ενδιαφέρον…»

Επιτέλους –μοιάζει να αναφωνεί πίσω απ’ τη φαινομενική δυσαρέσκειά του ο ήρωας– επιτέλους, κάποιων οι σκέψεις εστιάζουνε για μία μοναδική φορά και στη δική μου τη ζωή. Ως εκ τούτου, το «εγώ» κατέχει κυρίαρχη θέση και μάλιστα με την καθαρά γραμματολογική του έννοια, ως αντωνυμία δηλαδή, που εξαιρετικά συχνά απαντάται στην αφήγηση, τοποθετημένο κάποτε με τέτοιον τρόπο, ώστε να προκύπτει μια ιδιότυπη ασυνταξία. Έτσι, η ανορθόδοξη σειρά που επιλέγεται λειτουργεί ως ο αδιάψευστος μάρτυρας της εσωτερικής σύγχυσης, που αποδίδεται αναγκαστικά με την ασθματική, άτακτη αφήγηση, με αποτέλεσμα το «εγώ» να αντικαθιστά συχνά το «εμένα».

«Και τότε εγώ δεν πήγε ο νους μου στο κακό…»

Κι αλλού:

«Άλλο αν εγώ τι μ’ ένοιαζε και αγωνιούσα υπολογίζοντας την ώρα που χρειαζόταν ο καθένας ν’ ανεβεί, γιατί χρονομετρούσα εγώ το κάθε ανέβασμα…»

Ο Παπαγεωργίου, αποφεύγοντας την υπερβολή, κατορθώνει με αριστοτεχνικό τρόπο να αποδώσει τον ταραγμένο ψυχισμό ενός ανθρώπου, κατεβαίνοντας σκαλί σκαλί στα σκοτεινά υπόγεια του μυαλού του. Χρησιμοποιεί το ραγισμένο λογικό του, δανείζεται τη φοβισμένη του ψυχή και αποδίδει την αγωνία της ύπαρξης να μη μείνει μόνη, διανύοντας τον χρόνο σε ένα στάδιο με τις κερκίδες άδειες.

Επινοείται ως εκ τούτου ένα ενθουσιώδες κοινό, που δεν παρακολουθεί απλώς τις κινήσεις του ήρωα αλλά σε έναν βαθμό τις υπαγορεύει, ένας υποβολέας που του υπενθυμίζει τα λόγια του.

Μία κυρία του πάνω ορόφου, που μάλλον ηλικιωμένη πρέπει να ’ναι, μια άλλη νεαρότερη του κάτω ορόφου, που κατά την άποψή του έχει κρυφές ερωτικές βλέψεις για τον ίδιο, αλλά και μια πολυπληθέστερη συντροφιά, που σε κάποια επετειακή της συνάντηση φροντίζει ευγενικά να εντάξει και αυτόν στο γεγονός, αφήνοντάς του ένα πιάτο με φαγητό έξω απ’ την πόρτα του, είναι πάνω-κάτω όλα τα άλλα πρόσωπα –δίχως πρόσωπο– της ιστορίας.

Όμως κι εκείνος, πίσω θαρρείς απ’ την κουρτίνα, παρακολουθεί με την ασκημένη του ακοή όλα τα διαδραματιζόμενα στο επάνω –και όχι μόνο– πάτωμα.

Απρόσκλητος παρευρίσκεται και ας απουσιάζει, απέχοντας συμμετέχει, παρατηρεί, παραφυλάει, υποθέτει, εξάγει συμπεράσματα, χωροτάκτης και ετοιμοπόλεμος αναζητά πίσω από τριξίματα καθισμάτων και χτυπήματα κουδουνιών τα θραύσματα εκείνα που, αν ενωθούν, θα αποδώσουν ολοκληρωμένη την εικόνα που του διαφεύγει.

Μία υποτιθέμενη συνωμοσία εις βάρος του γίνεται η απαρχή μιας αναδίπλωσης που σε καμία περίπτωση δε σημαίνει υποχώρηση, αντίθετα εγκαινιάζει μια κατάσταση υπερδιέγερσης του νου, προκειμένου να μην «πιαστεί στον ύπνο».

Η απειλή της ζωής του είναι θέμα χρόνου να υλοποιηθεί, μια υλοποίηση που η έτοιμη αντίληψή του την έχει κιόλας συλλάβει. Νερά, πολλά νερά πρόκειται σε λίγο να τον κατακλύσουν από παντού. Η εξολόθρευσή του, λοιπόν, θα συντελεστεί μέσα απ’ τα νερά. Είναι άραγε εκείνο που πραγματικά φοβάται ή μήπως αυτό που εύχεται; Πρόκειται δηλαδή για νερά πνιγμού ή μήπως για νερά κάθαρσης; Κανείς δεν ξέρει επακριβώς, πάντως εκείνος ας έχει για καλό και για κακό παρατεταγμένο έναν κατάμαυρο στρατό άμυνας και επίθεσης συγχρόνως, που δεν είναι άλλος από τις πολυάριθμες ανοιγμένες σ’ όλους τους χώρους του σπιτιού ομπρέλες.

Συγκλονιστική επίσης η σκηνή του τηλεφωνικού θαλάμου που υποκαθιστά έναν χώρο εξομολόγησης, περιέργως όμως απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, μια εξαιρετικά τρυφερή στιγμή συνάντησης με τον σπαραγμό της ψυχής του, τον οποίο μάλιστα αναλαμβάνει να κατευνάσει με λόγια παρηγορητικά, καθησυχαστικά. Μια άκρως συγκινητική στιγμή:

«…όποτε συναντούσα εγώ στον δρόμο μου άδειο θάλαμο, ιδίως σε πολυσύχναστα σημεία της γειτονιάς, και είχα την κατάλληλη διάθεση ή τέλος πάντων ένιωθα την ανάγκη να μιλήσω, κλεινόμουν για ώρα μέσα παριστάνοντας ότι τηλεφωνώ μιλώντας στον εαυτό μου τόσο τρυφερά που με μαλάκωνε ο τόνος της φωνής μου όπως τον άκουγα στο ακουστικό να μου μιλάει. Και μάλιστα ήταν στιγμές που τόσο με παρέσερνε η συζήτηση, τόσο ζεστά με τύλιγαν τα λόγια μου και βυθιζόμουν, ώστε δεν έβλεπα αυτούς που περίμεναν, με αδημονία μπορεί, για ένα τηλεφώνημα…»

Κάτι ανάλογο ίσως είχε υπόψη του και ο Τάσος Λειβαδίτης, όταν έγραφε:

«Ω, αν είχα δικό μου ένα μόνο τηλεφωνικό θάλαμο ή μια πιο καθαρή οδοντοστοιχία ίσως τότε πολλά εγκλήματα θα ’χαν αποφευχθεί ή έστω επισημανθεί εγκαίρως».

Και βέβαια όλα αυτά δοσμένα με τον γνωστό, δικό του ποιητικό ρυθμό, που αναδεικνύει τη γλώσσα προσδίδοντάς της ταυτόχρονα θέση πρωτεύουσα στη διαμόρφωση του ατμοσφαιρικού πλαισίου, στο οποίο διεκτραγωδείται η εσωτερική πάλη του ήρωα με τον ταραγμένο του εαυτό.

Ένα οδοιπορικό έλξης και άπωσης, μια συνταρακτική διελκυστίνδα, όπου με βάση, σκηνικό αλλά και απειλή το υδάτινο στοιχείο ενδεχομένως ο ήρωας να αναζητά ένα επαρκές πρόσχημα, μια ικανή δικαιολογία, προκειμένου να επιστρέψει στην ασφάλεια της υγρής, περίκλειστης περιοχής της μήτρας, να βιώσει και πάλι το άχρονο του προγεννητικού χρόνου.

Νερό
Πεζογράφημα
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
Κέδρος
129 σελ.
Τιμή € 11,00

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.