fbpx
Καίτη Βασιλάκου: «Αγαπημένε μου ψυχίατρε»

Καίτη Βασιλάκου: «Αγαπημένε μου ψυχίατρε»

Τα πέντε διηγήματα της Καίτης Βασιλάκου καταστρέφουν αριστουργηματικά την ψυχολογική σύνθεση των πράξεων και τη συναισθηματική έκφραση των προσώπων, ανατρέποντας τους κανόνες της παρατακτικής αφηγήσεως, συγχέοντας το «πριν» και το «μετά», προτείνοντας μια διαφορετική προσέγγιση του χρόνου και της αλληλουχίας του, με αποτέλεσμα να μας ανταμείβουν με την απόλαυση του κειμένου. Επιτέλους, η Τέχνη ξαναπαίρνει το προβάδισμα από την Ψυχολογία.

Έτσι κι αλλιώς, η Ψυχολογία στηρίχθηκε πάνω στα προϊόντα της Τέχνης: Ποιος μπορεί να διαβάσει πλέον τον Οιδίποδα χωρίς να έχει συνεχώς στο μυαλό του το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα, ήτοι την ερμηνεία του Φρόιντ; Στη μετά Ψυχολογία εποχή, λοιπόν, κάποιος μπορεί να κάθεται αναπαυτικότατα στην αναποδογυρισμένη του πολυθρόνα χωρίς να προκαλεί σκάνδαλο. Να απολαμβάνει αισθητικά έργα αμφιβόλου καλλιτεχνικής αξίας, να διαβάζει δυσνόητα ποιήματα και να εκστασιάζεται, να γεμίζει το μπάνιο του με άχρηστα (από άποψη αισθητικής) αντικείμενα και να αγαλλιάζει. Χάριν της Ψυχολογίας και του επίσημου διαβατηρίου της, θα το έχετε ήδη διαπιστώσει, ο μοντέρνος πολίτης επέτρεψε στον εαυτό του τη βιομηχανική πλέον αναπαραγωγή της κακόγουστης επιλογής του, θύμα ως εκ προοιμίου της επιταγής του σύγχρονου και του μοντέρνου. Δεν νοείται μοντέρνο στην Τέχνη, στον τρόπο ζωής μας θα έλεγα, δίχως την άμεση και δίχως όρους παραδοχή μας της Ψυχολογίας και των επεκτάσεών της στην καθημερινή μας ζωή. Η Ψυχολογία, ίσως εν αγνοία της, προσδιόρισε με τους κανόνες της και τα δόγματά της τη συμπεριφορά εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη μας. Ωστόσο και εκ παραλλήλου, με τα «πρέπει» και τις απαγορεύσεις κάθε τύπου καταδυνάστευσε εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές κι έθεσε την ανεξίτηλη σφραγίδα της πάνω στα ανθρώπινα.

Η καθολικότητά της διαπιστώνεται από ένα και μόνο γεγονός: μας έκανε όλους ψυχολόγους.

Υποθέτω ότι η ψυχοθεραπεία που έκανε η κυρία Βασιλάκου δεν είχε αίσιο τέλος, όπως και η πλειοψηφία των ψυχοθεραπειών εξάλλου, για τον απλούστατο λόγο πως, αν πετύχαινε, δεν θα έγραφε αυτά τα εξαιρετικά κείμενα. Ούτε λεπτό δεν αναρωτήθηκα διαβάζοντας το βιβλίο της αν τα διηγήματα γράφτηκαν κατά τη διάρκεια των συνεδριών, πριν από την έναρξη της θεραπείας ή μετά. Η λογοτεχνική απόλαυσή τους ξεπερνάει οποιαδήποτε ψυχολογική προσέγγιση και ευχαριστώ από καρδιάς τη συγγραφέα και ως ψυχίατρος και ως συγγραφέας γιατί μου έδωσε τη δυνατότητα να σχολιάσω το έργο της.

Ως επαγγελματίας της «ψυχικής υγείας» σκέφτομαι συχνά πως τη δουλειά μας θα την έκανε καλύτερα ο θυρωρός της πολυκατοικίας, ο μπακάλης της γειτονιάς, ο παπάς της ενορίας ή τα ροζ τηλέφωνα.

Είναι γνωστή η άποψη πως το σύγχρονο μυθιστόρημα είναι απλώς μια παράθεση «κλινικών περιπτώσεων». Αυτά που ιστορούνται και καταγράφονται τις περισσότερες φορές μοιάζουν πάρα πολύ με τα κοινά ιστορικά που παίρνουν καθημερινώς οι ψυχίατροι. Βλέπουμε, λοιπόν, μια ανταλλαγή ενδιαφερόντων ανάμεσα στην Ψυχολογία και το μυθιστόρημα: η Ψυχολογία, αφού μας αποκάλυψε διάφορα γύρω από το κλασικό μυθιστόρημα, τις προθέσεις των δημιουργών του και μας κατέστησε όλους σύμφωνους με την άποψή της για τον Όμηρο, τον Μπαλζάκ, τον Τζόις και τον Κάφκα, έγινε αντικείμενο και κύρια τροφή των μυθιστοριογράφων που ακολούθησαν. Λες και οι συγγραφείς δεν μπορούσαν να αποφύγουν την «κλινική» πλέον περιγραφή των ηρώων τους.

Το ψυχολογικό και ψυχολογίζον μυθιστόρημα, το βιωματικό και το καθαρώς ψυχαναλυτικής προελεύσεως και κατευθύνσεως, γνωρίζει ακόμη μεγάλη επιτυχία στις μέρες μας κι έχει επηρεάσει όλες τις μορφές τέχνης, του γραπτού λόγου και της ελεύθερης απεικόνισης και, πολύ περισσότερο, την ποιητική πράξη και πρακτική. Όλα αυτά όμως ίσχυαν σε έναν παλιότερο κόσμο. Στις μετά το μοντέρνο δεκαετίες που διανύουμε, έπαψαν να ισχύουν. Ήταν καλά όσο οι λέξεις ήταν δεμένες με τα πράγματα που ονόμαζαν, όταν τα σύκα ήταν σύκα και η σκάφη σκάφη. Στην εποχή μας όμως οι λέξεις έχασαν βαθμιαία το πρωταρχικό τους σημείο αναφοράς.

Όπως επεξηγεί ο ψυχογλωσσολόγος και φιλόσοφος των νευροεπιστημών Jerry Fodor, ίσως ανάμεσα στη λέξη και το πράγμα υπήρχε πάλαι ποτέ κάποια «συσχέτιση». Στην εποχή μας έπαψαν πια οι σχέσεις ανάμεσα στις λέξεις και τα αντικείμενα και μεταμορφώθηκαν σιγά σιγά σε σχέσεις λέξεων μεταξύ λέξεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η έννοια μετατρέπεται σε σχέση συμβόλων μεταξύ συμβόλων, κι όχι μεταξύ συμβόλων-λέξεων και αντικειμένων. Έως την ύστατη εκδοχή: την άμεση και κατηγορηματική αποβολή των αντικειμένων από το οπτικό μας πεδίο. Αυτό με το οποίο καταπιανόμαστε, πλέον, είναι μόνον τα σύμβολα και οι αναμεταξύ τους σχέσεις. Δεν αναγνωρίζουμε πλέον τους δημιουργούς πίσω από κάποια κείμενα, όχι τόσο γιατί οι δημιουργοί τους είναι ατάλαντοι, όσο γιατί έχουν καταφέρει να μας πείσουν πως δεν υπάρχει πραγματικός κόσμος έξω από τα κείμενά τους. Το κείμενο πλέον έπαψε να μας μιλάει.

Το κλασικό παράδειγμα του Φόντορ, που περιγράφει αυτή την ακραία λειτουργία της Τέχνης όπως την αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος, έχει να κάνει με ένα απλό παράδειγμα: τα κομμάτια και τους κανόνες στο σκάκι. Το αλογάκι δεν είναι αλογάκι επειδή είναι κατασκευασμένο από κάποιο ιδιαίτερο υλικό, κάποιο χρώμα ή μια συγκεκριμένη μορφή. Αυτό που έχει σημασία είναι οι κινήσεις που μπορεί να εκτελέσει, κινήσεις που φυσικά δεν επιτρέπονται ούτε στο λοχαγό ούτε στον πύργο. Εκείνο που έχει σημασία είναι ο ρόλος του στο παιγνίδι. Αν έχουμε χάσει το αλογάκι από το συγκεκριμένο κουτί του παιγνιδιού μας, οποιοδήποτε υλικό αδιάφορου χρώματος και σχήματος μπορεί να αντικαταστήσει το αλογάκι, να παίξει με άλλα λόγια τον συγκεκριμένο του ρόλο. Αν πάλι του αλλάξουμε ρόλο, τότε θα είναι ένα διαφορετικό κομμάτι σε ένα άλλο παιγνίδι.

Η Τέχνη δε, που ως γνωστόν παράγεται από κοινούς ανθρώπους, με καθημερινές υποχρεώσεις (φως, νερό, τηλέφωνο και νοίκι), δεν μπορούσε παρά να μιμηθεί τις αρχές της Ψυχολογίας. Το «νέο» μυθιστόρημα, η Τέχνη στην απόλυτη έκφρασή της, δεν είναι σήμερα παρά κλινική απογραφή των σταθερών της Ψυχολογίας. Βλέπουμε, λοιπόν, την Τέχνη που έδωσε τα όπλα στην κοινώς εννοούμενη Ψυχολογία των ημερών μας να υποκύπτει, όπως όλοι μας, στις δογματικές της επιταγές, να προσπαθεί απλώς να προσαρμοσθεί στους κανόνες της, έτσι ώστε να αποτελεί, στην καλύτερη περίπτωση, δεκανίκι και υποστήριγμά της.

Το ζητούμενο ωστόσο, όχι μόνον της Ψυχολογίας αλλά και της Κριτικής και της Φιλοσοφίας, εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο: «Έτσι είμαστε, αλλά τι γνωρίζουμε για αυτό που είμαστε;» Και αυτό το ζητούμενο απέδωσε με μαεστρία, ειλικρίνεια και θάρρος η Καίτη Βασιλάκου στο βιβλίο της.

Αγαπημένε μου ψυχίατρε
Καίτη Βασιλάκου
Απόπειρα
302 σελ.
Τιμή € 14,91

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.