fbpx
«Η Λαογραφία σήμερα (ΙΙ)» του Μ. Γ. Μερακλή

«Η Λαογραφία σήμερα (ΙΙ)» του Μ. Γ. Μερακλή

Σε προηγούμενο σημείωμα μίλησα για το παρόν της ελληνικής επιστημονικής λαογραφίας. Και έδωσα ένα (από τα πολλά που υπάρχουν) παράδειγμα της ζωτικότητάς της. Και υπαγόταν αυτό στο μέγα θέμα της αστικοποίησης του λαϊκού (εν προκειμένω αγροτικού) πολιτισμού, η οποία μπορεί να θεωρηθεί και ως πρόδρομος της παγκοσμιοποίησης.

Η αστικοποίηση μεγεθύνει την πόλη, η οποία εξάλλου εκμοντερνίζεται, εκσυγχρονίζεται. Ο εκσυγχρονισμός αυτός κάνει διεθνώς τις πόλεις όμοιες μεταξύ τους. Το διαφορετικό παρελθόν τους αποτυπώνεται μόνο στα μνημεία τους, κερδοφόρα στη βιομηχανία του τουρισμού.

Η διεύρυνση των ορίων της σύγχρονης πόλης (ιδιαίτερα της μεγάλης, των πρωτευουσών) μπορούμε να πούμε ότι σχηματοποιείται με επάλληλους κύκλους οι οποίοι, παρά τη (μάλλον φαινομενική) ανάμειξη των κατοίκων της, περικλείουν ή αποκλείουν τα άτομα ανάλογα με την οικονομική, κυριότατα, κατάστασή τους. Ο εξωτερικός κύκλος περιλαμβάνει τις ομάδες των κοινωνικά περιθωριοποιημένων ανθρώπων, ντόπιων ή, ολοένα περισσότερο, αλλοδαπών. Η ελληνική λαογραφία έστρεψε ευθύς εξ αρχής το ενδιαφέρον της στο «περιθώριο». Στο ιδρυτικό-προγραμματικό κείμενο που συνέταξε ο Νικόλαος Πολίτης δεν παρέλειψε να συμπεριλάβει στο κεφάλαιο «Κοινωνική οργάνωσις» και «ιδίας κοινωνίας» (ιδιάζουσες ομάδες), όπως: «Κλέφτες», «Ληστρικά νόμιμα» (Λαογραφία, τ. Α΄, 1909, σ. 12).

Το 1962, όταν η αστικοποίηση είχε αρχίσει να επιταχύνει και στη χώρα μας τον ρυθμό της διάδοσής της, είδε το φως της δημοσιότητας το μικρό αλλά προεξαγγελτικό βιβλίο του Δημητρίου Λουκάτου, Σύγχρονα λαογραφικά, με τον υπότιτλο Folklorica Contemporanea (πιθανώς για τους ξένους λαογράφους που δεν γνώριζαν ελληνικά).

Ένας από τους πρώτους, ίσως ο πρώτος, που πρόσεξε έμπρακτα το νεωτερικό εκείνο βιβλίο του δασκάλου του, είταν ο Μηνάς Αλεξιάδης (καθηγητής μετέπειτα και αυτός της λαογραφίας) με το δημοσίευμά του: «Λαϊκές επιγραφές και ονόματα σε ελληνικά αυτοκίνητα: Συμβολή στην έρευνα σύγχρονων λαογραφικών φαινομένων» (1989).

Διάδοχος του Λουκάτου πολλά χρόνια αργότερα στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων (1975), δεν παρέλειπα να σημειώνω στα μαθήματά μου ότι η Ιστορία γράφεται και ο πολιτισμός διαμορφώνεται πλέον στις πόλεις, και έχει ωριμάσει η στιγμή να συγκροτηθεί και μια λαογραφία της πόλης, «αστική λαογραφία». Ένα τέτοιο παράδειγμα έδωσα, όπως είπα, στο πρώτο σημείωμα. Αναφέρω και εδώ δύο ακόμα διατριβές, μάλιστα από τον χώρο όπου ζουν οι άνθρωποι του περιθωρίου: Άννα Λυδάκη, «Σχηματισμός ταυτότητας τσιγγανοπαίδων ηλικίας 11-13 ετών στην περιοχή Αγίας Βαρβάρας. Ο ρόλος του σχολείου» (1997), Γεώργιος Κούζας, «Η επαιτεία στην πόλη. Μορφές οργάνωσης, στρατηγικές επιβίωσης. Ταυτότητες» (2017). Και οι δυο μελέτες, όπως και όσες ακολουθούν, είναι καθαρά λαογραφικές. Εξάλλου, η καθηγήτρια Μαρία Γκασούκα ασκεί μια νεωτερική φεμινιστική λαογραφία, μακριά από τις φαιδρότητες ημίγυμνων φεμινιστικών ακτιβιστριών. Άλλωστε, στη διδακτορική διατριβή της είχε επισημάνει τεκμηριωμένα την ειλικρινή και βαθιά κατανόηση του Παπαδιαμάντη για τη ζωή των γυναικών στους χρόνους του.

Πρέπει πάντως να πω ότι η μετάβαση από το χωριό στην πόλη (είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, με τη μετάδοση του αστικού ήθους στο χωριό) δεν γίνεται μηχανικά, σαν να πατούμε ένα κουμπί και αυτόματα να βρισκόμαστε από τον έναν χώρο στον άλλο. Η διαδικασία αυτή οδηγεί πιο πολύ σ’ ένα σταυροδρόμι, με πολυσύχναστους και τους δύο δρόμους, ένα συνεχές ακόμα πήγαιν’ έλα. Στο προλογικό σημείωμα μιας δεύτερης έκδοσης του διδακτικού συγγράμματός μου (2004), έγραφα ότι σχεδόν το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού «τρέφει έναν βαθύτατο διχασμό, είναι αγρότης και αστός μαζί, και μάλιστα με τρόπο που δεν γεφυρώνει τις διαφορές, αλλά οδηγεί σε σοβαρές ανισορροπίες και μεταπτώσεις. Σήμερα φρονώ, ότι αυτό το αντιθετικό δίδυμο –αγρότης/αστός– που υπάρχει σχεδόν σε κάθε Έλληνα, περισσότερο απ’ όσο τον διχάζει αναστέλλει την πλήρη αστικοποίησή του. Και αυτό είναι κάτι θετικό, όχι αρνητικό». Ακόμα και σήμερα, εν έτει 2018, παρ’ όλα όσα έχουν μεσολαβήσει, έχω το κουράγιο να θεωρώ ότι ο «διχασμός» είναι περισσότερο μια σύνθεση. Όσοι από τους σημερινούς είχαν την τύχη να κατάγονται, έστω και πριν από μία ή δύο γενιές, από χωριό, τρέφονται και τώρα, σε σημαντικό βαθμό, από αυτό κατά κυριολεξία, χάρη στην πολύκαρπη γη, στη μεγαλόδωρη, παρ’ όλα όσα υφίσταται από τη βουλιμία και την ανοησία των ανθρώπων, φύση.

Ασφαλώς οι μεταβολές της αστικοποίησης συνεχίζονται, ολοένα πιο δυναμικά. Αναφέρω κι εδώ δύο συναφείς διατριβές: Δημήτριος Ράπτης, «Το Καναλάκι της Πρέβεζας. Μεταβολές στην πολιτισμική συμπεριφορά των κατοίκων μιας ηπειρωτικής κοινότητας στην εικοσαετία 1965-1985» (1991)˙ εντονότερες μεταβολές σημειώθηκαν κι εξακολουθούν να σημειώνονται στις επαρχιακές πόλεις: Ευάγγελος Αυδίκος, «Πρέβεζα (1945-1990). Όψεις της μεταβολής μιας επαρχιακής πόλης. Λαογραφική εξέταση» (1990). Οι μεταβολές είναι δυνατό να εξετάζονται ποικιλοτρόπως. Με την εξέταση ενός συγκεκριμένου αντικειμένου και στην εξέλιξή του στον χρόνο και σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο ή σε όλη την Ελλάδα, όπως: Ελένη Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα, «Η ζωή και οι επαγγελματικές δραστηριότητες των ψαράδων της Σύμης» (1986), Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Οι αγγειπλάστες της Σίφνου. Κοινωνική συγκρότηση. Παραγωγή. Μετακινήσεις» (1989), Μανόλης Βαρβούνης, «Λαϊκή λατρεία και θρησκευτική συμπεριφορά των κατοίκων της Σάμου» (1992). Μανόλης Γ. Σέργης, «Εφημερίδες και Λαογραφία. Η ταυτότητα μιας Ναξιακής εφημερίδας. Διαθλάσεις ιστορίας και της ελληνικής κοινωνίας τον 19ο αι. και των αρχών του 20ού» (2000), Βοζίκας Γιώργος, «Το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας στην Ηλιούπολη. Η σύγχρονη μορφή ενός πολιτισμικού φαινομένου στην ελληνικό αστικό χώρο και το κοινωνικό-οικονομικό του πλαίσιο» (2006), Κλειώ Στ. Μπέττη, «Η λειτουργία του παροιμιακού λόγου σε μια σύγχρονη αγροτική κοινότητα (Γραμμένο Ιωαννίνων)» (2000), Φωτεινή Χαλκίτη, «Παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων της Καλύμνου στο πλαίσιο της κοινωνικής λαογραφίας» (2003), Παναγιώτα Χατζηθεοχάρους-Κουλουρίδου, «Ο θεσμός της προίκας στην Κύπρο κατά τον 20ό αιώνα (1920-2004). Από την αγροτική στην αστική κοινωνία» (2004).

Είπα ότι η μετάβαση από τον έναν χώρο στον άλλο και αντίστοιχα απ’ τον αγροτικό πολιτισμό στον αστικό πολιτισμό δεν γίνεται αυτομάτως. Στους διάφορους λόγους που συντελούν στο να μην αποκοπεί, ψυχολογικά, ο ομφάλιος λώρος που κρατάει συνδεμένο με το χωριό τον αστικοποιημένο αγρότη (π.χ., οι Μεσσήνιοι Αθηναίοι κατέβαιναν κάθε χρόνο στην κατάλληλη εποχή να μαζέψουν τις ελιές τους), υπάρχουν και κάποιοι λόγοι ενδογενείς, της ψυχής, όπως είναι η νοσταλγία. Άνθρωποι που έζησαν ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος της ζωής τους μαζί με τα παιδιά τους ή και τα εγγόνια τους στην πρωτεύουσα συχνά εκφράζουν την επιθυμία τους, όταν έρθει ο θάνατος, να επιστρέψουν στον τόπο όπου γεννήθηκαν, να ταφούν στο δικό τους χώμα, με μια ψυχόρμητη, παράξενη για μας γεύση μακάριου ύπνου μετά θάνατον. Στη δεκαπενταετία 1975-1990, όταν ανωκατέβαινα από τα Γιάννενα στην Αθήνα και αντίστροφα, έβλεπα συχνά γιους και θυγατέρες να μεταφέρουν με τ’ αυτοκίνητά τους, μισοχωμένα μες στο πορτμπαγκάζ, τα φέρετρα των γονιών τους.

Και αν αυτό κανονικά αφορά τους νεκρούς, υπάρχουν και ζωντανοί εσωτερικοί μετανάστες, που έχουν ιδρύσει από νωρίς αμέτρητους συλλόγους, σχεδόν κάθε χωριό και τον δικό του, με σκοπό την ανάπτυξη και διατήρηση στενών δεσμών, με ποικίλες δράσεις, ανάμεσα στην πρωτεύουσα και τον γενέθλιο τόπο, χωριό αλλά και επαρχιακή πόλη. Ένα εύγλωττο δείγμα έδωσε η επίκουρη καθηγήτρια λαογραφίας Ρέα Κακάμπουρα με τη διατριβή της «Ανάμεσα στο αστικό κέντρο και τις τοπικές κοινωνίες. Οι σύλλογοι της Επαρχίας Κόνιτσας στην Αθήνα» (1998).


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.