fbpx
Λαϊκές αυτοβιογραφίες ΙΙ του Μ. Γ. Μερακλή

Λαϊκές αυτοβιογραφίες ΙΙ του Μ. Γ. Μερακλή

Τις λαϊκές αυτοβιογραφίες συνηθίζεται να τις λένε τώρα «αφηγήσεις ζωής». Προτιμώ το πρώτο, διότι δηλώνει αφ' εαυτού τη σημασία που έχουν για τη Λαογραφία οι τρόπον τινά ανώνυμοι, άσημοι αφηγητές (κάτι ανάλογο, ας πούμε, με τις παραδοσιακές αφηγήτριες και τους αφηγητές των λαϊκών παραμυθιών). Ο προσδιορισμός «αφήγηση ζωής» δεν αποκλείει καταρχήν και αφηγήσεις γνωστών, με κάποιον τρόπο επώνυμων προσώπων, που ενδιαφέρουν επίσης τη Λαογραφία, όχι πάντως όσο η κατηγορία των λαϊκών με την παραπάνω έννοια αφηγητών.

Ο δεύτερος τόμος της κυρίας Σκοπούλη (στον οποίο αναφέρθηκα στο προηγούμενο σημείωμα) περιλαμβάνει 63 αυτοβιογραφίες. Πέρα από τη φόρτιση των έκτακτων γεγονότων, που επηρέασαν δυνατά την ανθρωπογεωγραφία της Ηπείρου, δίνεται αυτονόητα και η όλη οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική κατάσταση. Μια γενική εικόνα χαρακτηρίζεται, θα έλεγα, από μιαν ισότητα της φτώχειας, με λίγες εξαιρέσεις, κάποιους τσελιγκάδες ή κατόχους μεγαλύτερων περιουσιών: «Εμείς ποτέ δεν πεινάσαμε, γιατί πάντα είχα ζώα, έσπερνα στάρια, καλαμπόκια, απ' όλα», υπερηφανεύεται ένας. Και λίγοι άλλοι: «Όχι, δεν είχαμε φτώχεια, γιατί είχαμε βιος και δουλεύαμε όλοι πάρα πολύ». Το μεγάλο πλήθος πάντως ήταν μικροαγρότες, με κάποιο μικρό χωράφι, λιγοστά ζώα. Και χτίστες που περιόδευαν, άλλοι εργάτες που πρόσφεραν τη δουλειά τους φεύγοντας κι αυτοί για περισσότερο ή λιγότερο χρόνο από το χωριό. Υπήρχαν και οι ολότελα άποροι: «Υπήρχε μεγάλη φτώχεια στον κόσμο. Ερχόταν κάτι γυναικούλες στο μαγαζί και ζητιάνευαν. Τους δίναμαν ψωμί, κάνα πενταράκι. [O πληροφοριοδότης είχε καφενείο και μπακάλικο μαζί.] Δεν συζητάμε για κρεβάτι. Η ψάθα είταν αριστοκρατία. Ερχόμουν στα Γιάννενα κι αγόραζα ψάθα και ρίχναμε επάνω κι ένα τραγί, υφαντό από γίδινο μαλλί».

Κάποιοι καταλαβαίνουν ότι, παρά το γεγονός π.χ. ότι η θνησιμότητα των παιδιών (αλλά και των μητέρων, «πάνω στη γέννα»), που άλλοτε είταν υψηλότατη («τότε οι γυναίκες κάναν όσα παιδιά ερχόταν, τα μισά πέθαιναν»), έχει τώρα σχεδόν μηδενιστεί, η εκσυγχρονισμένη εντούτοις κοινωνία ασθενεί διαφορετικά: «Τότε είταν αλλιώς. Ο κόσμος έχει χαλάσει πολύ. Αυτό το χάλασμα δεν είναι καλό», λέει ο γέροντας των 103 χρονών.

Οι ιστορίες αυτές κανονικά πρέπει να προκαλούν το αμέριστο ενδιαφέρον όχι μόνο της Λαογραφίας, αλλά και άλλων επιστημών του ανθρώπου, προπάντων της Ιστορίας. Όμως οι επιστήμονες ιστορικοί απαξίωναν ολότελα για πολύν καιρό (αρκετοί ή πολλοί, ακόμη και τώρα) τις λαϊκές αφηγήσεις με το σκεπτικό ότι απλοί και απλοϊκοί άνθρωποι, επηρεασμένοι κιόλας από ιδεολογικές και άλλες προσωπικές προκαταλήψεις, δεν πήγαιναν πιο πέρα από δίχως κύρος υποκειμενικότητες, χωρίς τα αναγκαία ιστορικά «εργαλεία». Παραγνωριζόταν, αντιπαρατήρησα κάποτε, ότι οι μη επιστημονικές αυτές υποκειμενικότητες συγκροτούν όλες μαζί (γιατί όχι: συνθέτουν) και μιαν άλλη, ερήμην της επίσημης Ιστορίας, δική τους, πυκνή αντικειμενικότητα.

Αργότερα προσέχθηκαν λιγότερο απαξιωτικά, έφτασαν μάλιστα μερικοί επιστήμονες να τις υπολογίζουν και ως ιστορία, ως Oral History. Κι αφού το είπαν πια αυτό οι ξένοι, το είπαν και οι δικοί μας, με τις ίδιες τις ξένες λέξεις (τι ξένες...), προσδίδοντες έτσι, φαίνεται, περισσότερο κύρος.

Αλλά έμεινε πάλι έξω κάτι, που θα ήθελα να το πω στο επόμενο σημείωμα.

[Η συνοδευτική φωτογραφία, Θερισμός, είναι του Κώστα Μπαλάφα.]


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.