fbpx
«Κωστής ο δάσκαλος»

«Κωστής ο δάσκαλος»

Από κάποιον παλιό μου καθηγητή άκουσα κάποια μέρα να μας λέει πως όποιος διαβεί την πόρτα και μπει στο μαγαζάκι της ψυχιατρικής μπορεί να αγοράσει μόνο ένα είδος. Το ψυχιατρικό μαγαζάκι δε λειτουργεί όπως η «Δέλτα» της γειτονιάς μας: δεν μπορείς να αγοράσεις και σοκολάτα και εφημερίδα και τσίχλες και μπαταρίες. Βγαίνοντας λοιπόν, ο ατυχής πελάτης θα κρατά μόνο ένα είδος στα χέρια του. Δεν μπορεί να αγοράσει και κατάθλιψη και σχιζοφρένεια, θα πρέπει να διαλέξει ένα και μόνο είδος που να ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του, στην οικογενειακή του παράδοση, στην εικόνα που τρέφει για τον εαυτό του και, γιατί όχι, ακόμα και στην εικόνα που θα ήθελε να παραδώσει στους απογόνους του. Ο ίδιος ο καθηγητής μάς εξομολογήθηκε (όπως θα έπρεπε να κάνουν όλοι οι καλοί καθηγητές) πως θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό: έχοντας ψωνίσει από νεαρά ηλικία μια δόση κατάθλιψης, είχε μάθει να πορεύεται στη ζωή με την ακράδαντη πεποίθηση πως δε θα τρελαινόταν ακόμα κι αν έβλεπε τον ήλιο να δύει στην ανατολή. Θα στενοχωριόταν, αυτό μάλιστα, αλλά δε θα τον τρέλαινε ένα παρόμοιο περιστατικό. Έτσι κι αλλιώς στενοχωριόταν για πολύ πιο ασήμαντα πράγματα ή, για να ακριβολογούμε, μας είπε πως τον ίδιο τον στενοχωρούσαν τα «καθόλου πράγματα». Δε στενοχωριόταν για κανένα πράγμα. Το «κανένα πράγμα» ήταν εκείνο που τον στενοχωρούσε.

Ήμασταν ήδη στην ειδικότητα, όλοι εμείς που τον ακούγαμε, κι άλλοι ήταν παντρεμένοι με παιδιά, κι η πλειονότητα από μας είχε έναν και δύο ατυχείς δεσμούς, και όλους μάς στενοχωρούσαν τα πράγματα: τα στενά οικονομικά, τα αδιέξοδα συναισθηματικά, τα χθόνια οικογενειακά, οι κληρονομιές και οι αντιπαροχές, οι ατελέσφορες επιθυμίες στο μεταίχμιο των ονείρων και της σκληρής πραγματικότητας του βιοπορισμού. Μας στενοχωρούσαν τόσο πολύ τα πράγματα, τα συγκεκριμένα πράγματα, που μας ακουγόταν περίεργο, έως εκκεντρικό, να στενοχωριέται κάποιος για το «κανένα του πράγματος». Τον θεωρήσαμε ευγενή, τίτλο εξάλλου που τον είχε κερδίσει με τη συμπεριφορά του στις παραδόσεις των μαθημάτων, αλλά και της καθημερινής του συναναστροφής μαζί μας, έναν ευγενή που έπασχε από τη νόσο των ευγενών. Εκείνη την «πλήξη» που μας είχε πρωτογνωρίσει ο Μοράβια με τους Αδιάφορους. Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ με τη Ναυτία, ο Αλμπέρ Καμί με τον Ξένο, ο Φελίνι με την Dolce Vita και το , ο Αντονιόνι με την Τριλογία της σιωπής. Η μελαγχολία, εκείνα τα μεταβατικά για μας χρόνια από τα θρανία στην παραγωγή, ήταν η ευγενής νόσος των πλουσίων, κι ο καθηγητής μας όχι μόνο ήταν πλούσιος, αλλά καταγόταν κι από πλούσια οικογένεια, γεγονός που επαύξανε το δέος μας απέναντί του. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε εκείνη την εποχή πως δεν είναι τα λεφτά που κάνουν ευγενή την κατάθλιψη, αλλά πως είναι η ίδια η νόσος που καθιστά ευγενείς τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από την οικονομική τους επιφάνεια. Η οικονομική τους κατάσταση προσδιορίζει ωστόσο τη στάση τους απέναντι στην αρρώστια: οι πλούσιοι την ομολογούν πιο εύκολα και την περιφέρουν με non chalanche, ενώ οι φτωχοί δύσκολα την παραδέχονται, κι αν τύχει να την παραδεχθούν, την ντρέπονται και προσπαθούν να την αποκρύψουν από το περιβάλλον τους, ακόμα κι από το γιατρό τους, κρατώντας την μυστική, χάρη σ’ εκείνη τη έμφυτη συστολή που τους διακρίνει, όταν έχουν να αντιμετωπίσουν ανθρώπους ανώτερης κοινωνικής τάξης. Δε θα ξεχάσω τον Έντι, που παρότι ποιητής και οικότροφος όπως όλοι μας στο Hawthornden Castle International Retreat For Writers, έβγαινε βόλτα χωρίς ομπρέλα στο βροχερό Εδιμβούργο, επειδή όπως μου είπε ανήκε στην εργατική τάξη, και ήταν αδιανόητο για κάποιον της δικής του κοινωνικής τάξης να κρατά ομπρέλα, σύμβολο και συνήθεια της αστικής τάξης, μιας τάξης που δεν ήταν δικιά του.

Πέρασαν τα χρόνια, κι όπως έλεγε ο Γούντι Άλεν στον επίλογο της ταινίας του Πάρε τα λεφτά και τρέχα για τους συγκρατούμενούς του, πολλοί από μας τους ειδικευόμενους εκείνης της εποχής έγιναν καθηγητές, άλλοι ομοφυλόφιλοι, άλλοι καλόγεροι, άλλοι μπήκαν στο ΕΣΥ κι ένας μικρός αριθμός συντάχθηκε με τους ελεύθερους επαγγελματίες, αν κι είχαμε ένα συνάδελφο που προτίμησε να γίνει αγελαδοτρόφος στις αργεντίνικες πάμπες, αμέσως μόλις αντεπεξήλθε επιτυχώς τις εξετάσεις για τον τίτλο της ειδικότητάς του, αντί να δεχθεί τη θέση του ψυχιάτρου, που με πολιτικό ρουσφέτι τού είχε εξασφαλίσει ο πατέρας του στο ΙΚΑ Περιστερίου. Πέρασαν τα χρόνια και η ψυχιατρική δεν παρέμεινε η ίδια. Άλλαξαν οι ταξινομήσεις των νόσων, τα συμπτώματα τα ίδια μεταλλάχτηκαν, χαθήκαν εκείνες οι θεαματικές παραλύσεις των άκρων που αντιμετώπιζε με επιτυχία ο Φρόιντ και οι συν αυτώ μακάριοι συνάδελφοι του περασμένου αιώνα. Χάθηκαν οι αλαλίες, οι κεραυνοβόλες κωφώσεις, οι παροδικές αμνησίες που συνοδεύονταν πάντα με την απομάκρυνση από την οικογενειακή εστία και με άσκοπες περιπλανήσεις στην πόλη. Άλλαξε και η θεραπευτική αντιμετώπιση, με χίλιες δυο φαρμακευτικές αγωγές και ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις ad hoc, ολοένα και περισσότερο επικεντρωμένες πλέον στον πελάτη και στα αιτήματά του. Άλλαξε ο κόσμος, άλλαξε η ψυχιατρική, αλλάξαμε κι εμείς, αλλά η κατάθλιψη παρέμεινε η κατεξοχήν ευγενής νόσος χωρίς να χάνει την αίγλη της και την πρωτοκαθεδρία της στις προτιμήσεις όλων εκείνων που προσέρχονται μετά φόβο Θεού να γίνουν «χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας», όπως προτείνει πλέον για τους φευγάτους και τους τρελάκιες ο νέος κώδικας επαγγελματικής ορολογίας. Απαιτούν μάλιστα να τους χαρακτηρίσεις καταθλιπτικούς, άσχετα αν είναι μέθυσοι, ψυχοπαθητικοί και σεξουαλικώς αποκλίνοντες…

Αυτά τα τριάντα χρόνια που πέρασαν δε διάβηκαν ματαίως: χάρη στο επίμονο έργο, όχι τόσο των ψυχιάτρων όσο των φιλοσόφων, η κατάθλιψη αναδείχθηκε σε υγιή αντίδραση του οργανισμού απέναντι στην ασχήμια του κόσμου που μας περιβάλλει. Θα ήμασταν χαζοχαρούμενοι, αν με όλα αυτά που συμβαίνουν καθημερινώς γύρω μας δεν εκφράζαμε την παραμικρή αγανάκτηση. Μέσα σε έναν κενό και αποτρόπαιο κόσμο, η Τζούλια Κρίστεβα επανεκτίμησε τη στάση του καταθλιπτικού και την ανέδειξε ως τη μόνη υγιή αντίδραση στον κατακλυσμό βιαιότητας που εισπράττουμε κάθε μέρα, από τη στιγμή που ξεπεράσουμε το κατώφλι του σπιτιού μας. Θα έτυχε στους περισσότερους από σας να βγαίνετε καθαροί και περιποιημένοι μια οποιαδήποτε εργάσιμη μέρα από τη σπιτική φωλιά, και μέσα σε δέκα λεπτά να έχουν γίνει σμπαράλια τα νεύρα σας, από την επιθετικότητα που εισπράττετε στην πρώτη συνάντηση με τους συμπολίτες σας. Αφήστε την εμπλοκή σας με δημόσιες υπηρεσίες, ΔΕΚΟ και ασφαλιστικούς οργανισμούς. Εδώ μιλάμε πως δεν μπορείς να περπατήσεις στο πεζοδρόμιο, εδώ μιλάμε πως ζεις σε μια χώρα που αγνοεί συστηματικά την έννοια της προτεραιότητας, που την ιερότητα του πεζού την έχει γραμμένη στις πανάκριβες ζάντες των τεσσάρων τροχών της, κι εσύ θέλεις να διεκπεραιώσεις με το χαμόγελο στα χείλη την αποστολή της αλληλογραφίας σου στο γκισέ του ταχυδρομείου;

Η κατάθλιψη λοιπόν, αν δεν την έχουμε για συνοδοιπόρο μας πιστό και τίμιο μέσα στην αχαρακτήριστη καθημερινότητά μας, δεν παύει να είναι ο ήλιος που μας τροφοδοτεί και μας αναζωογονεί. Ένας «μαύρος ήλιος» που, αν δε μας κάνει καλύτερους, τουλάχιστον μας δείχνει το δρόμο για τον αγώνα: μαύρα κι άραχνα είναι τα πράγματα, κι εμείς καλούμαστε να τα αλλάξουμε, να τα κάνουμε φωτεινά και ωραία. Να λοιπόν η θετική πλευρά που αναγνωρίζουν πλέον στην κατάθλιψη οι νέοι φιλόσοφοι κι όσοι από τους ψυχιάτρους ενστερνίζονται την άποψή τους. Δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική δράση από κάποιον που δεν τον ταλανίζει η κατάθλιψη. Ο Ιταλός φιλόσοφος Εμανουέλε Σεβερίνο μιλάει για «ενεργητική κατάθλιψη», την κατάθλιψη που μας κάνει ενεργητικούς, προκαλώντας σκάνδαλο κι ανατρέποντας τα ψυχιατρικά θέσφατα, που έχουν περιορίσει τον καταθλιπτικό στα αρνητικά του συμφραζόμενα: την παθητικότητα, την απάθεια, την αβουλία, την αναβλητικότητα, την παραίτηση από το ζωντανό και ακατάπαυτο γίγνεσθαι του κόσμου, τη διαρκή πρόκληση της ζωής, που μας θέλει συνεργούς και συνενόχους ακόμα και στις ακραίες της επιθυμίες. Ο Σεβερίνο στηρίζει όλο το ιδεολογικό του οικοδόμημα πάνω στην ποίηση του Τζάκομο Λεοπάρντι, στις σημειώσεις του, πάντα σε στενή αντιπαραβολή με τα συμβάντα του βίου του. Το καταθλιπτικό συναίσθημα του ποιητή, αναμφισβήτητο και οφθαλμοφανέστατο, δεν εμποδίζει το φιλόσοφο να διακρίνει την ποιοτική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον παρατημένο καταθλιπτικό και σ’ εκείνον που, βαθύτατα μεν καταθλιπτικός λόγω του πεπερασμένου της ανθρώπινης φύσης, διατηρεί αλώβητη την ενεργητικότητά του. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που εντρυφεί επισταμένως σ’ ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του Λεοπάρντι (που παραθέτουμε σε δικιά μας μετάφραση):

Εις Εαυτόν

Τώρα θα ησυχάσεις για πάντα,
κουρασμένη καρδιά μου. Χάθηκε
κι η τελευταία αυταπάτη, που την είχα
γι’ αθάνατη. Χάθηκε. Καλά το ξέρω
πως μέσα μας για τις γλυκές πλάνες,
όχι μόνον η ελπίδα αλλά κι ο πόθος έχει σβήσει.
Αναπαύσου για πάντα. Αρκετά
καρδιοχτύπησες. Τίποτα δεν αξίζει
τους παλμούς σου, ούτε η γη
είναι άξια στεναγμών. Πίκρα και πλήξη
η ζωή και τίποτε άλλο: ο κόσμος όλος, λάσπη.
Ηρέμησε πια. Ας είναι αυτός ο τελευταίος
καημός σου: στο γένος μας η μοίρα
μόνον το θάνατο χαρίζει. Τώρα πια περιφρόνησε
τον εαυτό σου, τη φύση, τη σκληρή εξουσία
που τον κοινό μας αφανισμό στα κρυφά επεξεργάζεται,
και την άπειρη ματαιότητα των πάντων.

Όταν έγινε και για μένα «ο κόσμος όλος, λάσπη», μερικά χρόνια αργότερα, αυθόρμητα μου ήρθε στο νου ο καθηγητής μου. Ευτυχώς συναίνεσε να με δεχθεί, αν και πλέον είχε αποσυρθεί από το πανεπιστήμιο, αλλά όχι από τα αξιώματα, και έκανε πολύ επιλεγμένο ιατρείο. Τον βρήκα ακόμα πιο καταθλιπτικό από ό,τι τον θυμόμουνα, αλλά γεμάτο όρεξη να αλλάξει τα πράγματα: προεδρεύων σε διάφορες επιτροπές κυβερνητικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων, δε μου επέτρεψε σχεδόν να μιλήσω, αρκέστηκε στα λίγα που του είπα σαν εισαγωγή (με γνώριζε εξάλλου πολύ καλά και δεν είχε ανάγκη από άλλα στοιχεία) κι έπειτα μιλούσε μόνον εκείνος.

«Παστάκα», μου είπε, «η κορυφή της γνώσης είναι η απόγνωση, βάλ’ το καλά στο μυαλό σου. Πρέπει να το είπε ο Ντ’ Ανούντσιο, αλλά στα ελληνικά μού φαίνεται πως αποδίδει καλύτερα από το πρωτότυπο».

Δε χρειάστηκε να κάνω πολλές συνεδρίες μαζί του. Γρήγορα μάλιστα διέκοψα με δική μου πρωτοβουλία και τη φαρμακευτική αγωγή: έτσι κι αλλιώς αισθανόμουν υπέροχα. Τόσο θαυμάσια, όσο εκείνος που έμαθε πλέον στο πετσί του πως «πίκρα και πλήξη είναι η ζωή και τίποτε άλλο: ο κόσμος όλος, λάσπη». Με τον καιρό έμαθα πως μόνον όποιος δεν περιμένει τίποτα μπορεί να τα αποκτήσει όλα. Χώρια που αισθανόμουν τυχερός γιατί ψώνισα μόνο μια κατάθλιψη. Ούτε ο Λεοπάρντι αυτοκτόνησε: πέθανε σε ηλικία 37 ετών στη Νάπολη όπου καταχαιρόταν τη συντροφιά των νεαρών του φίλων, από κάποια μορφή δυσεντερίας, επειδή έφαγε πολύ, μα πάρα πολύ ναπολιτάνικο παγωτό.

Απλώς, να, κάποιες φορές ξυπνάω καταϊδρωμένος στον ύπνο μου, με την έντονη αμφιβολία για την αλήθεια εκείνης της παλιάς ιστορίας με το ψιλικατζίδικο της ψυχιατρικής. Ονειρεύομαι συχνά πως εισέρχομαι στο μαγαζάκι και αγοράζω ό,τι βρω μπροστά μου, χώρια που περνάω μεγάλα διαστήματα πραγματικής απόγνωσης, αν και την κορυφή της γνώσης όχι μόνο δεν την κατέκτησα αλλά δε μου είναι ορατή ούτε με τα κιάλια. Λέτε να με κορόιδεψε (όπως κοροϊδεύω κι εγώ, σε καθημερινή βάση, τους πελάτες μου) ο δάσκαλός μου;

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.