fbpx
«Η Μπουμπού»

«Η Μπουμπού»

Έναν Θανάση με φιρφιρίκια η Μπουμπού δεν άργησε να τον βρει μόλις κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Είχε πεθάνει ο άντρας της, ανώτατος δικαστικός, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και χώρισε κι η κόρη της με τον Σαλονικιό μεγαλοβιοτέχνη, και κατέβηκαν όλοι μαζί στην Αθήνα, μαζί με την εγγονή. Ο εγγονός παρέμεινε με τον πατέρα του στη γενέτειρα. Η κόρη συζούσε κάπου στου Παπάγου (είχε τυλίξει ένα τεφαρίκι, ναύαρχο εν αποστρατεία), κι η Μπουμπού ζούσε μόνη της στον Κεραμεικό. Άγνωστη σε μια ξένη πόλη, μια και δυο, φώναξε έναν ταξιτζή και του είπε να την πάει στην καλύτερη χαρτοπαιχτική λέσχη της πρωτεύουσας. Ο ταξιτζής την πήγε κάπου στην Καλλιθέα. Το καρέ με τα φιρφιρίκια ήταν νύχτες που έφτανε και τα πεντακόσια χιλιάρικα τότε. Απενοχοποιημένη από τα γεννοφάσκια της η Μπουμπού, και πεντακόσια χιλιάρικα να έχανε, το χαμόγελο δεν της το έκλεβε κανένας. Χανόταν εικοσιτετράωρα. Όταν δεν έπαιζε κατάπινε ηρεμιστικά κι υπναγωγά: μπούλμπε, ιπνοσεντόν κι ό,τι της πάσαρε ο φαρμακοποιός της γειτονιάς χωρίς συνταγή. Κέρδιζε τους πάντες πολύ εύκολα με την αγάπη της για τη ζωή. Τη ρουφούσε. Αν κάποιος γνωστός της ή καμιά συγγενής της συνομήλικη παραπονιόταν για τα πονάκια της ηλικίας στη μέση, στα πλευρά κτλ., η Μπουμπού τους κατακεραύνωνε: «Τι μας ζαλίζεις με τα πονάκια σου, καλή μου, πάρε ένα χάπι και σκάσε».

Είχε μάθει τα χάπια απ’ τον καρδιοπαθή σύζυγό της. Του έριχνε στο τσάι τα λεξοτανίλ που εκείνος αρνιόταν πεισματικά να πάρει. Τον συμβούλευε στις υποθέσεις του κι εκείνος, που την υπεραγαπούσε, την άκουγε πάντα σαν μικρό παιδάκι. Νομικός η Μπουμπού. Γιατρός επίσης με τα χρόνια. Όταν τη γνώρισα εγώ στα εβδομήντα-φεύγα της, κάπνιζε τρία πακέτα τσιγάρα την ημέρα. Είχε το τσαντάκι της γεμάτο με καμιά εικοσαριά κλεμμένους αναπτήρες. Έκρυβε τις κούτες των λαθραίων τσιγάρων όπου υπήρχε κρυψώνα μες στο σπίτι. Είχε μια τσάντα με χάπια λογιών λογιών και κάθε τόσο έπεφτε σε κώμα και την τρέχαν στους νευρολόγους για εγκεφαλικό, επειδή δεν μπορούσε να σταθεί όρθια. Μια φορά είχε πάρει ως και τα αντισυλληπτικά της εγγονής της, τα αντιεπιληπτικά του εγγονού της. Έμειναν πλέον όλοι μαζί, η κόρη της ήταν πλέον κυρία Ναυάρχου και τη συμβούλευε να του ρίχνει στα κρυφά λεξοτανίλ στο φαγητό για να τον κάνει αρνάκι. Έπινε δύο με τρία λίτρα κόκα κόλα την ημέρα. Η συνταγή της για τη μακροζωία.

Μια φορά που την είχα επισκεφθεί κατ’ οίκον, τη βρήκα αναστατωμένη από τις επισκέψεις κάτι συνομηλίκων της κυριών: «Τις βαρέθηκα αυτές τις σκατόγριες, γιατρέ μου, όλο μυξοκλαίνε». Δεν παραπονέθηκε ποτέ για τίποτα. Η αγάπη της για τη ζωή την κράτησε όρθια μέχρι το τέλος.

Θα στρώσουμε πάλι το καρέ με τον Θανάση και τα φιρφιρίκια φέτος την Πρωτοχρονιά. Ο μοναδικός τρόπος να της κάνουμε μνημόσυνο που θα αποδεχόταν η ίδια.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.