fbpx
«Τοπωνυμία»

«Τοπωνυμία»

Όταν, μαθήτρια του δημοτικού, μας έστελνε η μαμά μας στον παππού μας για να περάσουμε το καλοκαίρι, εντυπωσιαζόμουν από τα ψηλά κυπαρίσσια, τις μαύρες καρακάξες, τα γινωμένα σύκα που έπεφταν στη γη, το τρένο που περνούσε έξω από το σπίτι μας, προς την Καλαμάτα ή, αντίστροφα, προς την Αθήνα, το σταθμάρχη με τη σκούρα στολή και το καπέλο με το κόκκινο κάλυμμα, τις γυναίκες με τα μαύρα τσεμπέρια, το τεράστιο πέτρινο σχολείο που στέγαζε περισσότερα από χίλια παιδιά, τα άλογα και τα γαϊδουράκια.

Περισσότερο όμως απ’ όλα με ξάφνιαζαν τα ονόματα των χωριών γύρω από αυτό του παππού μας, το Διαβολίτσι: Κούρταγα, Αλιτσελεμπί, Μπούγα, Γαράτζα, Ματζάρι. Ακούγονταν τόσο εξωτικά.

Εξαιτίας των ιστορικών περιπετειών της Ελλάδας το τελευταίο ήμισυ του 20ού αιώνα και άλλων καταστάσεων, επισκέφθηκα ύστερα από αρκετά χρόνια τον παππού μας.

Πολλά πράγματα είχαν αλλάξει. Τα χωριά είχαν μικρύνει, οι κάτοικοι ήταν λιγότεροι, ο αριθμός των ηλικιωμένων μεγαλύτερος. Μου φαινόταν παράδοξο που δεν άκουγα τα ονόματα των γύρω χωριών που θυμόμουν.

Ρώτησα τον παππού μου και μου εξήγησε πως πολλοί άνθρωποι από τα χωριά είχαν φύγει για πολιτικούς λόγους και τα παλιά ονόματα ήταν αρβανίτικα ή τούρκικα και τώρα είχαν αντικατασταθεί με ελληνικά. Μου έδωσε ένα παράδειγμα: το Κουρτ Αγά (Κούρταγα) λεγόταν τώρα Κεντρικό.

Τι ήταν αυτό; Εθνική αυτογνωσία; Είχε περάσει σχεδόν μισός αιώνας από την ανταλλαγή πληθυσμών.

Αυτά όλα μου έρχονταν στο νου καθώς περιφερόμουν στα χωριά της Καππαδοκίας και επισκεπτόμουν τις παλιές χριστιανικές ορθόδοξες εκκλησίες σε πόλεις όπου με την ύπαρξή τους, αν και κακοποιημένες, μαρτυρούσαν την ύπαρξη, άλλοτε, ελληνικού πληθυσμού.

Το χειμώνα στην Καππαδοκία χιονίζει και το κρύο είναι δυνατό. Είχα διαλέξει, για όσο καιρό κι αν έμενα, το Γερεμέ (Goreme –το ο με δυο τελείες στην κορφή–, το παλιό ελληνικό Κόρωμα) και από εκεί εξορμούσα για τ’ άλλα γειτονικά χωριά, που με συγκινούσαν.

Άφηνα πίσω μου, χωρίς ενοχές –ή μάλλον τις θεωρούσα παρούσες– την αρχαία Ιστορία και τη νεότερη ελληνική και ζούσα στη σημερινή Τουρκία, την οποία επισκέφθηκα για πρώτη φορά είκοσι πέντε χρόνια πριν και έκτοτε επισκεπτόμουν κάθε χρόνο, και βίωνα συνειδητά την καθημερινότητα.

Επισκεπτόμουν τα δημαρχεία, ζητούσα να συναντήσω το δήμαρχο και να συζητήσω μαζί του τα παλιά και τα καινούργια, αναρριχόμουν στους ορεινούς σχηματισμούς, κατέβαινα στα υπόσκαπτα και δεν ένιωθα καθόλου σαν τουρίστρια, μια λέξη που δε μου είναι καθόλου συμπαθής.

Τα χιόνια είχαν λιώσει και είχε έρθει η άνοιξη.

Αυτή τη φορά θα πήγαινα στη Νεβσεχίρ –το παλιό, ελληνικό της όνομα ήταν Νύσσα–, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στην Κεντρική Ανατολία, να συναντήσω το νομάρχη, αφού είχα ήδη τηλεφωνήσει στο γραφείο του και μου είχαν κλείσει ημέρα και ώρα.

Η πόλη είχε προφανώς παραδοθεί σ’ ένα πλατύ δίχτυ σχεδίου υποδομών και η σκόνη από τα έργα έπεφτε σε ακίνητα και κινούμενα, και σ’ εμένα.

Τα μαγαζιά ήταν γεμάτα από πελάτες, τα σις κεμπάπ πρωτοστατούσαν, ο γύρος και τα σουβλάκια συνοδεύονταν από κόκα κόλα και μπίρα, και τα γυάλινα ποτηράκια τσάι λαμποκοπούσαν και με προκαλούσαν.

Η Νομαρχία, ένα σύμπλεγμα κτιρίων, βρισκόταν επίσης στο πρόγραμμα, κι ώσπου να βρω την κύρια είσοδο ζήτησα δυο τρεις φορές τη βοήθεια κάποιων της φρουράς.

Οι κυρίες στον προθάλαμο του γραφείου του νομάρχη ήταν αντίγραφα του Cosmopolitan ή του Elle, μιλούσαν εξαιρετικά αγγλικά και με υποδέχτηκαν φιλικά προσφωνώντας με με το όνομά μου, που ήταν γραμμένο στη λίστα των ραντεβού. Μου υπέδειξαν ένα δερμάτινο καναπέ για να καθίσω και με ρώτησαν αν ήθελα τσάι.

Δεν πέρασαν περισσότερα από πέντε λεπτά και εμφανίστηκε ένας νέος, κομψός και όμορφος άντρας, από κάποια χολιγουντιανή ταινία, που αφού χαιρέτησε το προσωπικό του μου έτεινε το χέρι.

Σύντομα άρχισε η συζήτησή μας, αφού είχα ήδη δηλώσει την ταυτότητά μου, και μετά τα τυπικά νόμιζα ότι ήταν η στιγμή να του υποβάλω, κατ’ εμέ, την πιο επίκαιρη ερώτηση.

«Στις απλές και τυχαίες συζητήσεις μου με διάφορους ανθρώπους σε πόλεις και χωριά της χώρας σας, δεν μπόρεσα να καταλάβω αν ο λαός σας θέλει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Με κοίταξε χαμογελώντας, ίσως ειρωνικά, αλλά και πάλι δεν είμαι βέβαιη. «Τι μέλος;» είπε. «Εμείς είμαστε μια αυτοκρατορία».

Δεν μπόρεσα να διαβάσω σωστά την απάντησή του, αν ήταν σε ενεστώτα χρόνο, είμαστε, ή στον αόριστο, ήμαστε.

Η συζήτηση γινόταν σε μια τρίτη γλώσσα.

Με συνόδευσε μέχρι την πόρτα, την άνοιξε, με άφησε να εξέλθω, και ζήτησε από μια γραμματέα να με συνοδεύσει μέχρι την έξοδο.

Τα τοπωνύμια έπαιζαν ή παίζουν το ρόλο τους.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.