fbpx
«Συγγένειες» της Ιωάννας Καρατζαφέρη

«Συγγένειες»

Συμβαίνουν συχνά περιστατικά που μου προκαλούν έναν ιδιαίτερο προβληματισμό, μια ανθρώπινη ιδιότητα, και ταυτόχρονα με ανατρέχουν στο παρελθόν και επαναφέρουν στη μνήμη μου σκηνές και διαλόγους που έπαιξαν μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο στις διάφορες τροχιές που διέσχισα στις δεκαετίες της ζωής μου.

Μικρή όταν παίζαμε στη γειτονιά μας, στην Καλλιθέα, η μικρότερη αδελφή μου Σούλα κι εγώ, η μεγαλύτερη, η Ρουμπίνη, προτιμούσε να μένει μέσα και να ακούει ραδιόφωνο, με τα άλλα παιδιά. Το βλέμμα μας είχε σαν κύριο στόχο την οδό Ματζαγριωτάκη απ’ όπου ερχόταν ο μπαμπάς μας, μετά τη δουλειά.

Η Σούλα κι εγώ τρέχαμε να προλάβουμε ποια θα του φιλούσε πρώτη το χέρι, αν και ήταν στα πενήντα τόσα χρόνια του. Την ώρα την ξέραμε από το φως της ημέρας ή τη φωταγώγηση στο στύλο της γωνίας με την οδό Εκάβης.

Φτάναμε στο σπίτι εκατέρωθεν του μπαμπά, χοροπηδώντας.

Η αγάπη μας ήταν διπλωμένη μέσα σ’ ένα ζεστό μανδύα, χωρίς τρύπες, απ’ όπου δεν θυμάμαι να δραπέτευσε και ν’ ακούστηκε ποτέ, για παράδειγμα, η πιο γνωστή πλέον έκφραση «άντε, ρε μπαμπά»...(έστω και αν επρόκειτο να τον παρακαλέσουμε να μας αφήσει έξω, ενώ είχε σκοτεινιάσει, να παίξουμε λίγο ακόμα).

Με τη μαμά μας οι αναμνήσεις ήταν λίγο πιο γυναικείες. Δεχόταν κάθε Τετάρτη, οπότε το σπίτι γέμιζε από συγγένισσές της κι εμείς είχαμε την ευκαιρία να παίξουμε μέχρι να φύγει και η τελευταία. Όταν ερχόταν η αντίστοιχη μέρα για να πάει επίσκεψη στην οικογένεια Παπαχελά, από την πλευρά της μητέρας της, δίπλα στο Άλσος Παγκρατίου, συνήθως έπαιρνε εμένα μαζί της.

Μια φορά άκουσα τη θεία Χριστίνα, πρώτη της εξαδέλφη, να λέει κάποια στιγμή στις υπόλοιπες συγγενείς, που την επισκέπτονταν τη δική της ημέρα, και αγνοώντας εμένα, να βγουν στο μπαλκόνι να δουν στο απέναντι κάποιον που άπλωνε ρούχα, όλα γυναικεία. Το περίεργο ήταν πως δεν είχε δει ποτέ γυναίκα, παρά μόνο αυτόν.

Μια άλλη θεία, η πιο νέα, είπε «Θα είναι γυναικωτός».

Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να φτάσω στη Βιρτζίνια Γουλφ και να διαβάσω το μυθιστόρημά της Ορλάντο. Κάποιος μπορούσε να γίνει και γυναίκα, ή και αντίστροφα.

Προσωπικά γνώρισα, ακόμα πιο αργά, τον Ορλάντο, όταν μου επέτρεψε ο θείος μου, αδελφός της μαμάς μου, που ζούσα μαζί του στη Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνα, να πάω στο Panama City της Φλώριδας, να επισκεφθώ μια ξαδέλφη μου. Το ταξίδι ήταν μακρύ και γεμάτο εκπλήξεις.

Η ξαδέλφη μου Νταϊάνα ήταν παντρεμένη μ’ έναν αξιωματικό του Ναυτικού, τον Όσκαρ, και κατοικούσαν σε μια εξοχική, ήσυχη και ανιαρή γειτονιά, που ανήκε στη βάση. Κάθε μέρα, ύστερα από το πρωινό, έπαιρνα το ποδήλατο και μετά από μισή ώρα ή περισσότερο έφτανα σε μια ακρογιαλιά όπου χαιρόμουν να κολυμπάω.

Ο άνδρας της, handsome –ανδρικά πανέμορφος, γοητευτικός και λιγομίλητος–, ερχόταν σπίτι αργά το απόγευμα, είχε κάνει μια μικρή παρέα από τρεις-τέσσερις άνδρες της ναυτικής μονάδας και τους έστελνε όπου βρισκόμουν για να με προστατεύουν. Ανάμεσά τους ήταν και ο Ορλάντο. Όμορφος, ψηλός, γυμνασμένος, που είχε αναλάβει μαζί με τους υπόλοιπους να μου μάθουν water ski. Όλοι με αποκαλούσαν Indiana, από τα χαρακτηριστικά του προσώπου και το χρώμα που είχα πάρει από τον ήλιο.

Την ξαδέλφη μου την έβλεπα λίγες ώρες και κουβέντιαζα –τα ελληνικά της ήταν πολύ περιορισμένα– μαζί της ακόμα λιγότερο γιατί βρισκόταν πάντα σε μια εμετική κατάσταση, κρατώντας, διαρκώς, στο στόμα της μεγάλα μαντίλια, και τη λυπόμουν. Δεν είχα καταλάβει την αρρώστια της αφού συναντούσα για πρώτη φορά γυναίκα αλκοολική, και μάλλον σε προχωρημένη κατάσταση. Το ενδιαφέρον της για το νοικοκυριό ή το φαγητό ήταν ανύπαρκτο. Μας φρόντιζε όλους, και για όλα, ο Ορλάντο, που έφευγε από την παραλία νωρίτερα απ’ όλους τους άλλους κι ερχόταν σπίτι επίσης νωρίτερα από τον Όσκαρ.

Η Νταϊάνα τον αντιπαθούσε ή μισούσε πολύ και τον έδιωχνε από το σπίτι πριν έρθει ο Όσκαρ. Είχαν δημιουργηθεί κάποιες σκηνές ανάμεσά τους, αλλά δεν καταλάβαινα την αιτία ώσπου μια μέρα μου εξήγησε ότι δεν τον ήθελε όχι γιατί τον ζήλευε, αλλά γιατί ήταν queer.

Δεν μπορούσα να συνδυάσω αυτόν το χαρακτηρισμό με την έννοια του παράξενου ή του αλλόκοτου με τον Ορλάντο. Την έμαθα από κοντά όταν κατέληξα μόνιμα –ας πούμε– στη Νέα Υόρκη. Εκεί έκανα όχι απλώς γνωριμίες, αλλά φιλίες, με διάφορους τέτοιους τύπους, που δεν τους έβρισκα queer, όσο τους θεωρούσα διαβασμένους, με κλίσεις προς τα γράμματα και τις τέχνες, ή άλλες ιδιότητες.

Αυτό που με εντυπωσίαζε το έβλεπα κυρίως στον κινηματογράφο, στα ντοκιμαντέρ, σε τηλεοπτικές συζητήσεις, ανάμεσα σε αυτούς και ψυχολόγους, σε διαμαρτυρίες ή μεμονωμένες κακοποιήσεις ή σποραδικά εγκλήματα.

Είχα δει τεράστιους queer γεροδεμένους και περισσότερο ως ανήκοντες στο ισχυρό φύλο, σε ιδιωτικές στιγμές, ημίγυμνους με αλυσίδες περασμένες από τους σβέρκους τους, να φοράνε δερμάτινες ζώνες και γάντια και ούτε τους φοβόμουν, ούτε εύρισκα να τους αποδώσω ιδιαίτερους χαρακτηρισμούς, και γιατί να το έκανα;
Θυμάμαι μια φορά, τυχαία, που βρισκόμουν στο West Village, είδα μια μικρή «διαδήλωση» που ζητούσε την ελευθερία να είναι φανερά αυτό που ήταν. Δεν θυμάμαι, όμως, από πότε άρχισαν να λέγονται gay και ούτε την έκφραση «Proud to be gay», περήφανος που είμαι ομοφυλόφιλος, μια λέξη που την είχα γράψει κάπου ομόφυλος και με είχε διορθώσει ένας gay φίλος.

Δεν μπόρεσα, ωστόσο, να παρακολουθήσω ποτέ το ελληνικό σίριαλ στο οποίο ο πιο γνωστός κωμικός αστέρας ντυνόταν, χτενιζόταν, βαφόταν, έπαιρνε σε καναπέδες και πολυθρόνες αναπαυτικές αλλά σέξι στάσεις, παίζοντας με τις χάντρες του κολιέ του, έπιανε κουβέντα από το τηλέφωνο ή διηγείτο ιστορίες, όχι γιατί αυτό σήμαινε ότι ήταν gay, αλλά γιατί γελοιοποιούσε το γυναικείο φύλο.

Το τελευταίο μαζικό έγκλημα δεκάδων ανθρώπων σ’ ένα μπαρ στο Ορλάντο μιας αμερικάνικης Πολιτείας δεν σήμαινε μόνο τη δολοφονία οσωνδήποτε gay, αλλά και τις απρόβλεπτες συνέπειες στις οικογένειές τους, όχι μόνο για το θάνατό τους, αλλά γιατί πιθανόν να μη γνώριζαν ότι κάποιο μέλος τους, σύζυγος (ο ή η), παιδί τους (αγόρι ή κορίτσι), γονέας (πατέρας ή μητέρα), συγγενής (θείος, θεία, εξάδελφος/φη) είχαν υπάρξει, εν αγνοία, τους gay. Μπορεί ακόμα να ξάφνιασε στρατιωτικές δυνάμεις, σώματα ασφαλείας, εταιρείες, συναδέλφους και άλλους για την ομοφυλοφιλία τους.

Η κύρια ιδιαιτερότητα στον κόσμο είναι ότι η ζωή του κάθε ανθρώπου με φυσικό ή βίαιο θάνατο δεν επαναλαμβάνεται.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.