fbpx
«Διασχίζοντας τα σύνορα»

«Διασχίζοντας τα σύνορα»

Είχα την ψευδαίσθηση ότι στην Αντιόχεια ζούσα κάποιες σελίδες Ιστορίας. Ονόματα, τοπωνύμια, φιγούρες, διαφορετικές γλώσσες, το μπαλκόνι μου απέναντι από τον Άγιο Πέτρο, βόλτες παρόχθια του ποταμού, άλλοτε πήγαινα με τα νερά του και άλλοτε ανάποδα, καθώς κυλούσε από το νότο προς το βορρά, αντίθετα από τα υπόλοιπα ποτάμια, το νερό του κόκκινο, διέσχιζε τη Συρία, τον Λίβανο και την Τουρκία, επισκέψεις στο αρχαιολογικό μουσείο με τα φημισμένα ρωμαϊκά ψηφιδωτά, τις ανθρώπινες μυθολογικές φιγούρες, φτερωτούς έρωτες, γυναίκες με εσθήτες, τον Ηρακλή και τον Διόνυσο, πουλιά, γυμνοί ή ημίγυμνοι ήρωες, ο Ποσειδώνας, η Σωτηρία με κολιέ γύρω από το λαιμό της, μέσα σε χιτώνα, ρωμαϊκά ή πρωτοχριστιανικά, βυζαντινά έργα, γλυπτά και μαρμάρινοι σαρκοφάγοι και άλλα που μου έβαζαν σαράκια στο μυαλό και με προβλημάτιζαν.

Περισσότερα και μεγαλύτερα, βαθύτερα ή περιστασιακά αισθήματα ένιωθα για τα άψυχα – ή μήπως δεν ήταν, αλλά είχαν την αόρατη ψυχή που διασχίζει τους αιώνες, προσπαθώντας να τα διατηρήσει ακέραια και αλώβητα, και μας προκαλεί για τη δική μας αντιμετώπιση και σεβασμό που επιδεικνύουμε γι’ αυτά που άφησαν πολιτισμική κληρονομιά στις επερχόμενες γενεές;

Αναρωτιόμουν αν οι ισχυροί και πολεμοκάπηλοι όλων των εποχών γνώριζαν ή γνωρίζουν την Ιστορία, τα έργα των ανθρώπων, τα μνημεία που έστηναν, τις αντιστάσεις που πρόβαλλαν για την ελευθερία τους, ή ήταν/είναι τυφλοί από τα πολεμόχαρα ένστικτά τους ή την ακόρεστη άγρα πλούτου κρυφού και ορατού, και χανόμουν στους δρόμους της Αντιόχειας, που υπήρξε το πρώτο από τα πέντε πατριαρχεία του χριστιανισμού.

Μέσα μου πολλαπλασιάζονταν οι πειρασμοί που οι ιστορικές μου γνώσεις αδυνατούσαν να καθησυχάσουν.

Στην Ταρσό, είχα περάσει κάτω από την αψίδα της Κλεοπάτρας, οι άνθρωποι περνούσαν αδιάφορα όπως περνάμε κι εμείς δίπλα από την Πύλη του Αδριανού, στην Αθήνα, είχα δει το Πηγάδι του Σαούλ, προτού γίνει χριστιανός στο δρόμο του για τη Δαμασκό και μας συστηθεί ως Παύλος, προτού έρθει στην Αθήνα και μιλήσει από τον βράχο της Πνύκας, ένας ελληνομαθής.

Προσπαθούσα να θυμηθώ τι ήξερα από την Ιστορία που είχα διδαχτεί ή τα διαβάσματά μου, τυχαία ή κατ’ επιλογή, και από μια αρρωστημένη πρακτική, πρώτα να επισκέπτομαι τους τόπους και μετά να διαβάζω την ιστορία τους, μετρούσα τα κενά διαστήματα χώρου και χρόνου, παρέμενα αδαής.

Σ’ έναν κατάλογο του μουσείου διάβασα, πολύ συνοπτικά, για την Αντιόχεια, τώρα Antakya, που ιδρύθηκε από τον Αντίγονο Α’, της δυναστείας των Σελευκιδών, στις αρχές του 300 π.Χ.

Μου έλειπε το όνομα του ποταμού, τον έλεγα «κόκκινο». Όμως, στο ιστορικό του διάβασα ότι είχε αλλάξει μερικές φορές. Ποιος αλλάζει το όνομα ενός ποταμού, απορούσα. Ο Ορόντης άλλοτε Λεβάντε, Δράκος, Τυφώνας και κάποιο παραφθαρμένο ιρανικό, ακουγόταν σαν άσι ή κάπως έτσι, δηλαδή αντάρτης, ενώ ελληνοποιημένο σήμαινε κάτι σαν μεγαλείο, ή μεγαλειώδες.

Μια καινούργια επιθυμία με είχε καταλάβει.

Να διασχίσω τα σύνορα και να περάσω στη Συρία. Με χώριζαν μόνο δώδεκα χιλιόμετρα.

Και τα διέσχισα.

Ο καιρός ήταν καλοκαιρινός και τα παράθυρα των σπιτιών ανοιχτά.

Προσπαθούσα να είμαι διακριτική, αλλά αυτά που κρέμονταν στους τοίχους που φαίνονταν πίσω από τα ανοιχτά παράθυρα, σαν οθόνες σε καλοκαιρινούς κινηματογράφος, με προκαλούσαν.

Ευμεγέθεις εικόνες του Μυστικού Δείπνου, με τον Ιησού να ευλογεί τον άρτον και τον οίνον, τους μαθητές του προσηλωμένους στην όψη του και στα λόγια που άκουγαν μόνο εκείνοι, τη Μαριάμ να τον κρατάει μωρό στην αγκαλιά της, ή ώριμο άντρα να τραβάει στους ώμους του το σταυρό του.

Πολλαπλασίαζα τους δρόμους που διάβαινα, λες και αποζητούσα την επαλήθευση όσων είχα δει, την επιβεβαίωση μιας θρησκείας πέρα από τα κοντινά σύνορα με την Τουρκία, και ενώ άλλοτε αναφωνούσα τι μεγάλος που είναι ο κόσμος, ξαφνικά εν ριπή οφθαλμού και από άγνοια είχε γίνει τόσο μικρός.

Τα σπίτια έμοιαζαν με μονοκατοικίες των άλλοτε προαστίων της Αθήνας, είχαν κήπους, γλάστρες και εξωτερικά σκαλιά.

Σε μια πέτρινη βεράντα κάθονταν μερικές γυναίκες, έδιναν την εντύπωση ότι επρόκειτο για μια μάλλον τακτική συντροφιά, που κεντούσαν ή μιλούσαν ή έπιναν καφέ.

Μια φωνή με φώναξε στα ελληνικά: «Έλα πάνω».

Κάποια από αυτές σηκώθηκε να με προϋπαντήσει. Προσπάθησα να της μιλήσω τούρκικα, από τα λίγα που ήξερα.

«Μίλα ελληνικά», με ενεθάρρυνε.

Από αυτές τις γυναίκες άκουσα, με μπερδεμένες λέξεις, ακόμα και γαλλικές, τη χριστιανική ιστορία της Αντιόχειας – άλλοτε τουρκικής και άλλοτε συριακής, της δικής τους χριστιανικής πίστης.

Οι χριστιανοί της Συρίας ήταν αποφασισμένοι να τα υποστούν όλα για τη θρησκεία τους, με διαβεβαίωσαν.

Από αυτές τις γυναίκες έμαθα πώς λέγεται το αίμα στα τούρκικα.

Κάποια ώρα, διέσχισα αντίστροφα τα σύνορα, μπήκα σ’ ένα εστιατόριο και όταν έδωσα την παραγγελία μου, ο σερβιτόρος με ρώτησε ή μου είπε επιτιμητικά: «Είσαι Αράβισσα;»

«Όχι, χριστιανή, και ξέρω την ιστορία του τόπου σας», είπα, κρύβοντας την αλήθεια ότι μου την είχαν μάθει άλλοι.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.