fbpx
«Μαθήματα πιάνου» της Ιωάννας Καρατζαφέρη

«Μαθήματα πιάνου»

Μαθήτρια στη Γ' Δημοτικού είπα δειλά στη μαμά μου ότι ήθελα να μάθω να παίζω πιάνο. Το μόνο μουσικό όργανο που είχαμε σπίτι μας ήταν το μαντολίνο που έπαιζε ο μπαμπάς μας και το είχε φέρει από το Σικάγο.

Κάποιο απόγευμα, η μαμά μου, με το ευήκοον ους, με πήρε από το χέρι και πήγαμε σ' ένα σπίτι δίπλα στη γωνία της Οδού Θησέως και Πριάμου, στην Καλλιθέα. Ήταν μια μονοκατοικία με μάντρα και μαύρα κάγκελα, με σιδερένια μαύρη πόρτα που οδηγούσε σε μια εξωτερική σκάλα με μαρμάρινα σκαλοπάτια, που ανεβήκαμε, εγώ σχεδόν χοροπηδώντας. Η μαμά μου, χωρίς να αφήσει το χέρι μου, χτύπησε το κουδούνι της ξύλινης πόρτας –είχε και αυτή μικρά μαύρα σιδερένια κάγκελα που προστάτευαν έγχρωμα τζάμια– και ύστερα από λίγο η πόρτα άνοιξε.

Μπροστά μας εμφανίστηκε μια ψηλή, λεπτή γυναίκα, με μαύρο μακρύ μέχρι τους αστράγαλους φόρεμα που κούμπωνε στον λαιμό της, με μαύρα μαλλιά χτενισμένα κότσο, στερεωμένο στον σβέρκο της με κοκάλινες φουρκέτες.

Η μαμά μου συστήθηκε, είπε και το δικό μου όνομα, και συμπλήρωσε πως ήθελα να μάθω πιάνο, ενώ εμένα μου σύστησε τη γυναίκα –φοβόμουν που την έβλεπα– ως τη δασκάλα που θα μου μάθαινε πιάνο.

Εκείνη μας είπε να καθίσουμε. Κάθισα δίπλα στη μαμά μου, που δεν άφηνα το χέρι της, σ' έναν καναπέ στρωμένο με κόκκινο βελούδο. Απέναντι από τη συρταρωτή πόρτα στεκόταν το πιάνο, ένα μαύρο ξύλινο έπιπλο.

Οι δυο τους άρχισαν να μιλάνε, δεν τα καταλάβαινα όλα, και ύστερα από λίγο ήρθε μια άλλη γυναίκα μ' έναν δίσκο, που τον άφησε σ' ένα τραπεζάκι. Η δασκάλα μάς πρόσφερε από ένα πιατάκι γλυκό του κουταλιού και μας ρώτησε αν θέλαμε νερό.

Η επίσκεψη δεν κράτησε πολλή ώρα και όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, η δασκάλα είπε «ευχαριστώ», όπως και η μαμά μου, ενώ εμένα μου χάιδεψε τα ίσια μου μαλλιά, που τα τιθάσευαν μια διπλή γαλάζια και άσπρη κορδέλα.

Έτσι άρχισα τα μαθήματα πιάνου, χτυπώντας τα μαύρα και λευκά πλήκτρα, και την απόκρυψη των αισθημάτων μου, αφού ποτέ δεν είπα πόσο φοβόμουν τη δασκάλα που μου μιλούσε σε μια ξένη γλώσσα, που δεν καταλάβαινα. Τότε χτυπούσα πιο δυνατά τα πλήκτρα. Πιο πολύ απ' όλα φοβόμουν το ημιτόνιο, το φανταζόμουν σαν βέλος που θα πετιόταν και θα με χτυπούσε ανάμεσα στα μάτια, και τρόμαζα όταν μου έλεγε: Δεν έχεις αυτί. Έβαζα και τις δυο παλάμες μου στο κεφάλι μου ανακαλύπτοντας πως είχα δυο αυτιά και τα σκέπαζα.

Όταν έβγαινα από το σπίτι με το πιάνο ήθελα να κλαίω, αλλά δεν έκλαιγα. Η μαμά μου με ρωτούσε πώς πήγε το μάθημα κι εγώ της έδειχνα το σολφέζ, ψιθυρίζοντας τις νότες.

Η μουσική μου παιδεία σταμάτησε άδοξα, όταν αρνήθηκα κάποια μέρα να πάω στο μάθημα πιάνου, χωρίς να πω ως δικαιολογία ότι δεν είχα αυτί, γιατί είχα.

Στις πρώτες πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, η αδελφή μου Σούλα απέκτησε μια φιλενάδα που είχε δικό της πιάνο, στο σπίτι τους στην κύρια οδό της Καλλιθέας, άλλοτε Δήμητρος και τώρα Δαβάκη. Από αυτή τη φιλενάδα, την έλεγαν Τζοάννα, έμαθα τον Φρειδερίκο Σοπέν και τα Νυχτερινά του, και από τα βιβλία τη ζωή του. Έμαθα και για την ποιήτρια Γεωργία Σάνδη την οποία ηράσθη μετά πάθους. Τη διάβαζα κι έκλαιγα. Το σπίτι της, στο δεύτερο πάτωμα, είχε δυο μεγάλα μπαλκόνια που έβλεπαν τον Υμηττό, τότε βουνό, και όταν είχε φεγγάρι πήγαινα με τη Σούλα – εμείς καθόμασταν στο μπαλκόνι και μέσα η Τζοάννα μάς έπαιζε την Πολωνέζα του Σοπέν.

Ύστερα από είκοσι χρόνια, άρχισα να χτυπάω τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής. Τώρα, όμως, με αγάπη. Χρειαζόμουν μόνο τα μάτια μου και τα δάχτυλά μου. Όσο τα χτυπούσα, τόσο τα αγαπούσα. Καθόμουν μπροστά της, έβαζα στον κύλινδρο τις άσπρες κόλλες, τις γέμιζα με γράμματα, λέξεις, παραγράφους, κεφάλαια με σημεία στίξης και τελικά με ιστορίες που έδιναν κάποιο νόημα στη ζωή μου.

Η μουσική ήταν μια συνοδευτική εμπειρία που της έδινα, ακολουθώντας τη στίξη της και την αντίστιξή της, τη δική μου ερμηνεία, χωρίς να ζητάω από κανέναν τη διάψευσή της ή την επιβεβαίωσή της.

Στα χρόνια της στρατιωτικής χούντας στην πατρίδα, ζούσα έξω από τα σύνορά της· με ηρεμούσαν και με βοηθούσαν να αντέξω διάφορες καταστάσεις, η Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν, η Έρημη χώρα του Τ.Σ. Έλιοτ και όλος ο Γιώργος Σεφέρης.

Οι φίλες από την Πολωνία μού έδωσαν το θέμα, Τέσσερις Πολωνέζες, όχι στην πραγματικότητα, αλλά στη διεργασία του νου με μια δημιουργική πνοή.

Πέρασαν ακόμα κάποια χρόνια και έφτιαξα μια ιστορία, Με τη γλώσσα των χεριών. Αυτή δεν ήταν καμιά άλλη από εκείνη των χεριών των συγγραφέων.

Όλες αυτές τις συνοπτικές αναμνήσεις μού τις επανέφεραν οι σολίστες πιάνου που έλαβαν μέρος στη «Σοπενιάδα», που παρακολούθησα με άλλους ακροατές στην κατάμεστη Αίθουσα Μητρόπουλου στο Μέγαρο Μουσικής, πριν από μία εβδομάδα, με εκτελεστές τους Ελισάβετ Κουναλάκη, Κάρολο Ζουγανέλη, Απόστολο Παληό και Βασίλη Τσαμπρόπουλο – κανένα ευχαριστώ δεν είναι αρκετό για την υπέροχη απόλαυση που μου χάρισαν. Απολάμβανα τη γλώσσα των χεριών τους, την ευλυγισία τους, την ταχύτητα με την οποία έτρεχαν πάνω στα πλήκτρα του πιάνου.

Στις 8 Μαρτίου γιορτάζω και τιμώντας, ως ακτιβίστρια, τους διαχρονικούς αγώνες των γυναικών.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.