fbpx
«Καζαμπλάνκα» της Ιωάννας Καρατζαφέρη

«Καζαμπλάνκα»

Η γεωγραφική.

Έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες, μακριά από τη γειτονιά της Καλλιθέας όπου μεγάλωσα, αγνοούσα την ομώνυμη ταινία (1942), τους ήρωές της Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν, και την ιστορία του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου εκτός ελληνικών συνόρων, όταν σε πολύ νεαρή ηλικία έφτασα με ιταλικό πλοίο στην Καζαμπλάνκα, με το μεγαλύτερο τεχνητό λιμάνι στον κόσμο, από την πλευρά του Ατλαντικού.

Οι ειδήσεις αργούσαν να φτάσουν σ' εμάς, όπως και οι κινηματογραφικές ταινίες.

Το Τσάι στη Σαχάρα του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι ήρθε δεκαετίες αργότερα, μέσα από αυτήν έμαθα έναν ιδιαίτερο Αμερικανό συγγραφέα και μουσικό, τον Πολ Μπόουλς, ο οποίος έζησε τα 50 από τα 88 του χρόνια στο Μαρόκο και κάποτε του είχαν αποδώσει την ιδιότητα του πράκτορα της CIA.

Από την ιστορία του Μαρόκου δεν ήξερα τίποτα. Ούτε θυμάμαι τι με είχε παροτρύνει να επιθυμώ ένα ταξίδι σε αυτή τη μεγάλη σε έκταση χώρα και τις δεκάδες εκατομμύρια κατοίκους, ίσως να είχα διαβάσει κάποιο βιβλίο που η υπόθεσή του εξελισσόταν στο Άσπρο Σπίτι. Το μόνο εφόδιό μου ήταν τα γαλλικά που είχα μάθει στην Alliance Française και η υπεροψία ότι θα μπορούσα να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους εκεί.

Η πρώτη μου έκπληξη ήταν εκείνες οι γυναίκες που σκέπαζαν το πρόσωπό τους, οι περισσότερες μ' ένα άσπρο μαντίλι – νόμιζα ότι το στερέωναν από το ένα αυτί στο άλλο. Ο φερετζές ήταν μια λέξη που τη συνέδεα με κάποια παραμύθια από την Ανατολή, αλλά δεν τον είχα δει ποτέ εφαρμοσμένο στην πραγματικότητα. Αυτές τις γυναίκες δεν τις συναντούσα στα εστιατόρια ή σε άλλους δημόσιους χώρους που επισκεπτόμουν, παρά μόνο όταν με προσπερνούσαν ή έρχονταν από απέναντι κι έβλεπα μόνο τα μάτια τους.

Τις πρώτες ημέρες έμεινα νηστική εξαιτίας των φαγητών που δεν ήξερα τα υλικά τους και τη σύνθεσή τους, τα χάλκινα σερβίτσια και τα ποτήρια που δεν έλαμπαν. Η λύση ήταν το πρωινό στο ξενοδοχείο. Προς χάρη των ξένων πελατών, η καθαριότητα, τουλάχιστον η επιφανειακή, ήταν ικανοποιητική.

Περνούσα τις περισσότερες ώρες μου σε ανοιχτούς χώρους, κυρίως στις υπαίθριες αγορές και στα γιουσουρούμ (όπως αποκαλούσαν άλλοτε τo Μοναστηράκι), όπου έβρισκα μικρά χάλκινα ή γυάλινα αντικείμενα, τα οποία με προκαλούσαν να τα αποκτήσω.

Επέστρεφα στο ξενοδοχείο μόνο όταν βράδιαζε. Αυτό μου αφαιρούσε τη νυχτερινή όψη, ζωή και εμπειρίες από την Καζαμπλάνκα.

Τις νύχτες ο ύπνος μου ταραζόταν από τρεχαλητά στον διάδρομο και χτυπήματα στην πόρτα, που δεν την άνοιγα ούτε για να δω ποιος έτρεχε και γιατί, ούτε για να ρωτήσω ποιος χτυπούσε.

Κάποια μέρα, μετά το πρωινό, στο σαλόνι όπου βρισκόμασταν μερικές γυναίκες διαφόρων ηλικιών και προέλευσης, εμφανίστηκε μια νεοαφιχθείσα νεαρή, κάπως στρουμπουλή, που όταν ρωτήθηκε από πού είχε έρθει απάντησε: Από τη Συρία.

Ούτε γι' αυτή τη χώρα ήξερα περισσότερα, ούτε θυμάμαι αν είχα έστω βασικές γνώσεις από τα σχολικά μαθήματα γεωγραφίας και θρησκευτικών, αλλά η ίδια πρόσθεσε ότι οι ρίζες της ήταν ελληνικές. Τη ρώτησα, με τη σειρά μου, αν μιλούσε ελληνικά. Μου απάντησε με ενθουσιασμό στην ίδια γλώσσα που μιλούσαμε και οι δυο.

Όταν ύστερα από λίγη ώρα μείναμε μόνες, της έκανα διάφορες απλές ερωτήσεις.

Η πρώτη μου ερώτηση ήταν αν είχαν χτυπήσει την πόρτα της τη νύχτα.

Ναι, βέβαια.

Ποιοι;

Οι άνδρες στα ξενοδοχεία της Καζαμπλάνκα νομίζουν ότι οι ασυνόδευτες τουρίστριες έρχονται για να βρουν ολιγοήμερους εραστές και να περάσουν μερικές νύχτες μαζί τους. Αυτές πληρώνουν τα πάντα.

Τρόμαξα.

Η συνομιλήτριά μου, γεννημένη και μεγαλωμένη στη Συρία, ήταν παντρεμένη με Έλληνα με την ίδια διπλή κουλτούρα, αλλά από τις διηγήσεις των Συρίων φιλενάδων της και άλλων εμπειριών, οι γυναίκες για τους άνδρες στις χώρες της Βόρειας Αφρικής είναι πανιά.

Τι πανιά;

Σαν αυτά που πλένεις τα πιάτα ή που σφουγγαρίζεις και μετά τα πετάς. Δηλαδή, σε χρησιμοποιούν όσο είσαι νέα και μετά, αφού τους κάνεις παιδιά, σε πετάνε. Τους είσαι παλιά και άχρηστη.

Έφυγα την άλλη μέρα.

Με τα χρόνια αυτή η εικόνα είχε ξεθωριάσει. Την επανέφερε στη μνήμη μου η ομώνυμη ταινία, που την είχα δει σ' ένα φεστιβάλ κινηματογράφου κι έγινε αιτία μερικές φορές να ταξιδέψω από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα με αλλαγή πτήσεων και παραμονή στην Καζαμπλάνκα.

Σ' ένα ταξίδι, μετά την πτώση της χούντας, πριν το αεροπλάνο προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, ο διπλανός μου κύριος βρήκε μερικά λεπτά να πιάσει κουβέντα μαζί μου, μιλώντας μου αγγλικά.

Ποτέ, είπε, δεν θα σκεφτόταν ότι ήμουν Ελληνίδα. Εκείνος ήταν από τη Συρία, καθολικός, και πρόλαβε να μου πει πως για τους φανατικούς μουσουλμάνους, κάθε αλλόθρησκος απείχε γι' αυτούς όσο και η κάννη του τουφεκιού τους.

Η εντύπωση που μου έκανε ήταν πως και ο ίδιος ήταν ένας φανατικός μιας άλλης θρησκείας.

Όταν μετέφραζα τα Ποιήματα από το Γκουαντάναμο ανακάλυπτα και άλλες πλευρές των μουσουλμάνων, τους λόγους που κρατούνταν, τα βασανιστήρια που υφίσταντο, σε ποιους επέρριπταν τις ευθύνες και την επίκληση του Αλλάχ για τη σωτηρία τους.

Ένας στίχος που ερχόταν συχνά στον νου μου ήταν του Σουδανού Σάμι αλ Χατζ:

Έχουν αγάλματα αφιερωμένα στην ελευθερία/ και την ελευθερία της σκέψης/ καλά και ωραία. Αλλά τους λέω πως/ η Αρχιτεκτονική δεν είναι σωστή.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.