fbpx
«Καύσωνας»

«Καύσωνας»

Βιβλιόφιλος, κινηματογραφόφιλος, θεατρόφιλος, μουσειόφιλος, οπεραμανής, μπαλετομανής, ασθένειες που οι πρωτεύουσες, οι μεγαλουπόλεις και οι μικρότερες που έζησα, ή επισκέφθηκα αν δεν μου τις μπόλιασαν, μου τις ανέπτυξαν.

Στην Ελλάδα προστίθενται και άλλες: παρεομανής, θαλασσομανής, πορτοκαλομανής, δεντρομανής, ροδακινομανής και στεκιμανής.

Κάποιες άλλες μού συμβαίνουν όπου και αν βρίσκομαι, αφού το επιτρέπει το λάπτοπ ως φορητό εργαλείο, όπως η αλληλογραφία, υπήρξα μανιακή αλληλογράφος, η επικοινωνία με τον κόσμο κοντά μου και μακριά μου.

Όλες αυτές οι ασθένειες και άλλες που δεν αναφέρθηκαν συγκεντρώνονταν σε μια μεγαλύτερη ασθένεια, που συνειδητά προσπαθούσα να μεταδώσω και σε άλλους φίλους ή δίνοντας σε καινούριες γνωριμίες το πρώτο ραντεβού σε κάποιο μουσείο, σε θέατρο ή λυρική σκηνή, που, τάχα, είχα ήδη τα εισιτήρια, ή στο στέκι για καφέ ή τυρόπιτα και μπίρα.

Και κάποιες από τις ασθένειες συμβαίνουν, ανεξαιρέτως γεωγραφικού μήκους και πλάτους, όπως οι αϋπνίες, οι εφιάλτες, η ερμηνεία τους, οπότε καλύτερα να μην κοιμάμαι, η καθημερινή εφημερίδα, που αφού τη διαβάσω, κάποιες φορές, λέω καλύτερα να μην…

Πόλεμοι και βιασμοί από στρατούς και άτακτα λεφούσια που εισβάλλουν σε ξένες χώρες, ή ακόμα και στα δικά τους χωριά και τις γειτονιές τους, πυρηνικά υποβρύχια, θωρηκτά, αεροπλανοφόρα, κελιά φυλακών, θρησκευτικά κατηχητικά, σχολεία όλων των βαθμίδων και αλλού, γεμίζουν τις σελίδες με μαρτυρίες, επώνυμες, αγνοώντας τον κίνδυνο της εκδίκησης, ανώνυμες από τον φόβο ενός άλλου εγκλήματος, που μου προξενούν την τρελή σκέψη να καλέσω τον αντρικό πληθυσμό, ή όσους τολμούν να βγουν στους δρόμους, απανταχού, και να διακηρύξουν: δεν είμαστε βιαστές.

Ο καύσωνας στη Νέα Υόρκη, τον Ιούλιο, μου επέτρεπε μόνο μια πρωινή έξοδο, και μετά τον εγκλεισμό με τη συντροφιά του κλιματισμού και του λάπτοπ.

Όμως πόσους πειρασμούς ή έστω και συνήθειες ή προκλήσεις είχα τη δύναμη να ξεπεράσω ή να αρνηθώ.

Η μεγαλύτερη πρόκληση αυτή την εβδομάδα του καύσωνα ήταν η ταινία Ώρες μουσείου, που για χάρη τους είχα αψηφήσει τα χιόνια του Όσλο, για να δω από κοντά τα έργα του Μουνκ, ενώ τώρα θα άφηνα τον υδράργυρο να κλιμακώνει το θερμόμετρο Φαρενάιτ και θα πήγαινα στον κινηματογράφο, όπου τα κλιματιστικά θα μου χάριζαν περισσότερη δροσιά.

Διέσχισα τον καύσωνα από το σπίτι ως τη στάση του λεωφορείου, από τη στάση που κατέβηκα μέχρι τον κινηματογράφο, και η αίθουσα με υποδέχτηκε με μια ευεργετική δροσιά. Παρακολουθούσα την ταινία ζηλεύοντας την επισκέπτρια από τον Καναδά που περιέρχεται τις αίθουσες του Μουσείου της Βιέννης συνοδευόμενη από έναν γνώστη των έργων, ο οποίος είχε υπάρξει φύλακάς του, και που, εντελώς χαρισματικά και απλά, καθόλου διδακτικά, της ερμηνεύει σκηνές από μια ζωή περασμένη που απεικονίζονται στους πίνακες του Μπρούγκελ και άλλων φημισμένων ή λιγότερο γνωστών στο πλατύτερο κοινό και θα ήθελα, αν όχι να βρίσκομαι στη θέση της, τουλάχιστον να ήμουν στην παρέα τους.

Άκουγα τις ερωτήσεις και τις απορίες εκείνης, τις εξηγήσεις και τις αφηγήσεις εκείνου, δεν μετακινιούσα το κορμί μου στην καρέκλα, δεν άφηνα καμιά άλλη εικόνα να μεσολαβήσει ανάμεσα στην οθόνη και στα μάτια μου, ένιωθα καθηλωμένη και επέκτεινα τη ζήλια μου σ’ εμένα που ήμουν τόσο τυχερή να βρίσκομαι εκεί. Τα χρώματα ξεπηδούσαν από την ακινησία τους στους καμβάδες, δραπέτευαν από το πλαίσιο της κορνίζας τους και κεντούσαν τις ίριδες των ματιών μου.

Οι Ώρες μουσείου γέμιζαν τις ώρες μου στο Μουσείο της οθόνης, με περιτύλιγαν με μια ηρεμία, μου έδειχναν μια άλλη διάσταση της καθημερινότητας.

Η ταινία δεν μένει μόνο μέσα στις αίθουσες του Μουσείου, αλλά κυκλοφορεί και στους δρόμους της Βιέννης, μπαίνει σε μικρούς κοινούς χώρους, αναφέρεται αποσπασματικά στην προσωπική τους ζωή, αφαιρεί από εκείνη, προσωρινή επισκέπτρια για να συμπαρασταθεί σε κάποια ασθενή σε κώμα στο νοσοκομείο, το βάρος του επερχόμενου θανάτου, και από εκείνον ώρες από τη μοναξιά του, ο σύντροφός του έχει πεθάνει, περνάει σε μια διαπροσωπική σχέση και ξεπερνάει οποιαδήποτε εξέλιξη της γνωριμίας στο μέλλον.

Στους δρόμους κυκλοφορούν άφοβα από τις βόμβες, τις ρουκέτες, τις ενέδρες και τους βιαστές, άντρες και γυναίκες, τα σπίτια φαίνονται ακέραια, η ατμόσφαιρα είναι ειρηνική, χωρίς το ξέφρενο τρέξιμο μιας αδίστακτης μανίας να φτάσουμε πρώτοι σε μια αβέβαιη, ακαθόριστη επιτυχία.

Το σύγχρονο κοινό, ιδιαίτερα σε κάποιο ποσοστό στις νεότερες ηλικίες, εθισμένο σε πολεμικές σκηνές και καταστροφικές επιθέσεις, πτώματα στους δρόμους και ανατιναγμένα τροχοφόρα, με κλεμμένο τον χρόνο της σκέψης και της κριτικής, με τις ώρες του χαμένες, από την ηλικία που τα μικρά τους χέρια μπορούν να κρατήσουν την ψηφιακή οθόνη στο παιχνίδι τους με τους κυνηγημένους και τους νικητές, κατευθύνει αλλού τις προτιμήσεις του.

Και όμως, στις Ώρες μουσείου κυκλοφορούν και νέοι που θέλουν να μάθουν περισσότερα και αντικρίζουν με προσήλωση και ένα είδος σεβασμού τα έργα και ακούνε με προσοχή το καλλιτεχνικό τους ιστορικό.

Γύρισα σπίτι φλεγόμενη, επαναλαμβάνοντας κλητικά, τι καύσωνας!

Είχα γεμίσει τις ώρες μου.

Το επόμενο πρωί, πριν ο καύσωνας, αόρατος και άοσμος, θα εμπόδιζε την έξοδό μου την υπόλοιπη μέρα μου, πήρα τους Νιου Γιορκ Τάιμς, για το συνηθισμένο μου πρωινό, στις καρέκλες στο φαρδύ πεζοδρόμιο ενός καφέ.

Με τα διάφορα απλωμένα στο τραπεζάκι, άνοιξα, σχεδόν τελετουργικά, τους Καιρούς της Νέας Υόρκης. Είχαν βγει από την κοσμούπολη και βρίσκονταν στη Ρουμανία, σ’ ένα μικρό χωριό, όπου ο καύσωνας είχε τυλίξει στις φλόγες του και είχε κάνει στάχτη πίνακες του Πικασό, του Ματίς, του Γκογκέν και άλλων – δεν ήθελα να διαβάσω περισσότερα. Όχι μόνο για την τιμή τους σε εκατομμύρια οποιουδήποτε εθνικού ή υπερεθνικού νομίσματος, αλλά ούτε για την περιγραφή τους και τον τρόπο με τον οποίο είχαν κλαπεί από το Μουσείο του Ρότερνταμ, και ακόμα περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο μια μάνα ήθελε να προστατέψει τον γιο της. Να κάψει τα ίχνη του που θα βρίσκονταν πάνω στους πίνακες, στην κάσα που η καύση τους άφησε μόνο αποκαϊδια με τα σημάδια της καύσης τους, μάρτυρες ενός ακούσιου εγκλήματος.

Άφησα άθικτο το «πρωινό» μου στο τραπεζάκι, τους Καιρούς στην καρέκλα μου και, περπατώντας φλεγόμενη για το σπίτι, ένιωθα αφόρητο τον καύσωνα.

Μια συνειδητή κλοπή, ένα ασυνείδητο πολιτισμικό έγκλημα.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.