fbpx
«Μια αλλαγή ή περισσότερες»

«Μια αλλαγή ή περισσότερες»

Ο Ανδαλουσιανός φίλος μου αποκάλυψε στις 560 σελίδες του, γραμμένες από τον Alexander Sonderberg, μια άλλη Σουηδία, μια άλλη δημογραφική σύνθεση, μια άλλη φυλετική ανοχή, μια άλλη αστυνομία, και πιθανόν μια άλλη γλώσσα ή ακόμα περισσότερες αλλαγές, που αν συμβαίνουν και είσαι μέσα τους ίσως από την αμεσότητα να μην τις αισθάνεσαι, επειδή τις ζεις, με τον ίδιο τρόπο που τις βλέπεις από μακριά, χρονικά και χωρικά.

Έτσι ενισχύεται η αντίληψη που έχω ότι είναι δύσκολο να καταλάβουμε, ή μάλλον να νιώσουμε, τη δεκαετία του ’40 στην Ελλάδα, γιατί δεν μπορούμε να μεταφερθούμε ψυχικά σ’ εκείνα τα χρόνια, παρά μόνο να τα μάθουμε μέσα από την ανάγνωση βιωμένων αφηγήσεων, διηγήσεων και ιστορικών καταγραφών.

Η ζωή μου τα χρόνια που κατέφυγα στη Σουηδία, 1970-1975, και η διαμορφωμένη μου ιδέα για τη χώρα ανατρέπονται, αν όχι συνοπτικά, ολοκληρωτικά ή αμετάκλητα, ή τμηματικά για τους πιο κάτω λόγους.

Χωρίς να διαθέτω στατιστικά στοιχεία, οι αριθμοί των μη γηγενών ή ακόμα περισσότερο οι απόγονοι των Βίκινγκ αποτελούσαν ένα μικρό ποσοστό του συνόλου του πληθυσμού.

Στην Πανεπιστημιούπολη Λουντ οι ξένοι ήταν φοιτητές, οι περισσότεροι από χώρες με καθεστώς δικτατορικό, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία κι η Ελλάδα, από τη Βόρεια Αφρική και κάποιοι Αμερικανοί που αρνούνταν να υπηρετήσουν στο στρατό των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Διάφοροι ερευνητές είχαν παρουσιάσει στατιστικές για τον αριθμό των γλωσσών που μιλιούνταν στο Λουντ, και ίσως επειδή δεν ήταν βιομηχανική πόλη, ο αριθμός τους να ήταν μικρότερος από άλλες περιοχές.

Το βιβλίο του Sonderberg, γεννημένου το 1970, που εκδόθηκε ωστόσο στη Σουηδία το 2012 από τον Εκδοτικό Οίκο Norstedts και κυκλοφόρησε από το «Μεταίχμιο» σε μια αξιοπρόσεκτη από τα σουηδικά μετάφραση του Δημήτρη Φωτόπουλου, παρουσιάζει μια άλλη Σουηδία, που αθόρυβα και από μακριά βιώνει μια άλλη ζωή μέσα στην παγκοσμιοποίηση.

Ο Στρίντμπεργκ, για παράδειγμα, γνωστός στο ελληνικό κοινό από το θέατρο και το τηλεοπτικό βιογραφικό σίριαλ που παρουσιάστηκε εσχάτως στην ΕΤ1, ακόμα και ο Μπέργκμαν, εξαιτίας της ομογενούς προτεσταντικής πατρίδας τους, δε θα συνέγραφαν, υποθέτω, ένα έργο τόσο επεισοδιακό με τόσους μη Σουηδούς χαρακτήρες, ή τέτοια χρήση της γλώσσας, όχι από έλλειψη δημιουργικής φαντασίας, αλλά από έλλειψη παρόμοιων πολυεθνικών εμπειριών.

Εξάλλου στα χρόνια τους ξένοι ήταν οι Δανοί, εξαιτίας των πολέμων τους στη νότια Σουηδία, και οι Φιλανδοί, οι οποίοι είχαν τις πιο ταπεινές δουλειές, και η πατρίδα τους, η Φιλανδία, δεν ανήκε ποτέ, όπως ούτε και τώρα, στα τρία στέμματα των Σκανδιναβικών χωρών Σουηδία, Νορβηγία, Δανία.

Μου είναι άγνωστο αν στα χρόνια του Στρίντμπεργκ και λιγότερο του Μπέργκμαν υπήρχαν γυναίκες γιατροί ή ντετέκτιβ και βέβαια η σημερινή κρυφή –αν υπάρχει– και φανερή διαθέσιμη στους πάντες τεχνολογία, που χρησιμοποιείται από διάφορες υπηρεσίες της αστυνομίας, όπως των ανθρωποκτονιών, του κοινού εγκλήματος, του εκβιασμού, του βιασμού, του εξαναγκασμού, της διακίνησης ναρκωτικών ή άλλων παραισθησιογόνων ουσιών, του τράφικινγκ, ή οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής παραβατικότητας, ενώ τα ίδια μέσα χρησιμοποιούνται και από τα εκτός νόμου εγκληματικά στοιχεία, οποιασδήποτε συμμορίας και καταγωγής των μελών της, καθώς και της παγκοσμιοποιημένης γλώσσας.

Μια γλώσσα, που πιθανόν να χρησιμοποιείται και από τις αντίστοιχες ελληνικές –αν υπάρχουν– συμμορίες,

Οι κοφτοί διάλογοι δεν είναι μόνο ένας σουηδικός τρόπος επικοινωνίας ούτε συνειδητά λακωνικός, αλλά μια κωδικοποιημένη γλώσσα.

Τυχαία, όχι επιλεκτικά:

Ο Γιενς έβαλε κι αυτός καινούργια ρούχα. Φόρεσε επίσης σκουφάκι του μπάνιου, πλαστικά γάντια, πλαστικές σακούλες στα παπούτσια. Βάλθηκε να καθαρίζει μπροστινές θέσεις, ντουλαπάκι, τα πάντα, το ίδιο και ο Τιερί πίσω.

«Ήταν ο ίδιος που ήταν και στο πλοίο;» ρώτησε ο Τιερί.

«Ναι…»

Ο Τιερί έπλενε τα δερμάτινα καθίσματα με απορρυπαντικό.

«Τον λένε Μιχαήλ. Ρώσος, δουλεύει για τον Ραλφ Χάνκε».

«Ποιος είναι ο Χάνκε;»

«Ένας Γερμανός επιχειρηματίας που το πάει φιρί φιρί».

«Γιατί;»

«Έλα μου ντε».

«Εσύ ποιος είσαι, Γιενς;»

«Είμαι κάποιος που έμπλεξε κάπου χωρίς να έχει σχέση».

«Θέλω να λέω πως είναι τυχαία… Αλλά προς το παρόν μάλλον μοιραία μου φαίνεται».

Κινούνται με κότερα, με ιδιωτικά αεροπλάνα, με ιδιωτικά ή παραπλανητικά αυτοκίνητα, αστυνομικά, Volvo, Honda, Saab ή άλλα.

Και αλλού:

Κοίταξε γύρω την κόλαση του αίματος και των πτωμάτων, διαβουλεύτηκε με τον εαυτό του και με τρεμάμενα χέρια σχημάτισε στο κινητό έναν αριθμό.

«Γκεντς», απάντησε ο Ρόλαντ στην άλλη άκρη.

«Είμαι ο Κάρλος… με το εστιατόριο, στη Στοκχόλμη».

«Ναι».

«Εδώ είναι δυο πεθαμένοι…»

«Και;»

«Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Μπορώ να σου δώσω μια πληροφορία».

«Τι;»

«Ξέρω πού βρίσκεται ο Χέκτορ».

«Αυτό το ξέρουμε ήδη».

«Πού;»

«Στη Στοκχόλμη».

«Όχι».

«Πού;»

«Θα με βοηθήσετε;»

«Εξαρτάται».

«Στη Μάλαγα σε λίγες ώρες».

«Τι βοήθεια θέλεις, Κάρλος;»

«Προστασία».

«Από ποιον;»

«Απ’ όλους».

«Πού βρίσκεσαι τώρα;»

«Στη Στοκχόλμη».

«Πήγαινε κάπου, κρύψου, ξαναπάρε με να δω τι μπορώ να κάνω… Είπες ότι υπάρχουν εκεί δυο πεθαμένοι; Ποιοι είναι;»

«Δεν ξέρω».

Ο Γκενς έκλεισε το ακουστικό. Από μακριά ακούστηκαν οι σειρήνες των περιπολικών. Ο Κάρλος έφυγε από το εστιατόριο.

Όλες οι προδοσίες πληρώνονται. Κάποτε με θάνατο.

Και όσοι επιζούν και επιζητούν να βγουν από την παρανομία;

Τηλεφώνησε στο Ρόιτερσβερντ, έναν παλιό συνάδελφο στη Säpo.

«Έλα. Μα πώς διάβολο τον λέγανε;»

«Ζίβκοβιτς, Χόκαν Ζίβκοβιτς. Λένε πως το γύρισε πια στη νομιμότητα. Έχει μια δική του εταιρεία σεκιούριτι, βοηθάει ασφαλιστικές εταιρείες στις έρευνές τους και κάνει παρακολουθήσεις για πελάτες που είναι κυρίως ζηλιάρηδες σύζυγοι και θέλουν φωτογραφικές αποδείξεις για αυτό που είναι ο μεγαλύτερος φόβος τους. Διατηρεί ορισμένες επαφές από τα παλιά με τη λέρα, τους δίνει και καμιά δουλειά αραιά και πού. Αλλά όλα μέσα στο πλαίσιο αυτού που θεωρούμε οκέι».

«Ποια λέρα;»

«Τη σουηδική. Αυτούς τους συνήθεις υπόπτους αλλά που όλοι μας ξέραμε πως ήταν ακίνδυνοι…»

Το 1970/71 κανένας Σουηδός απ’ όσους είχα γνωρίσει, ούτε άγνωστοι που ρωτούσα στο δρόμο, δεν ήξερε να μου πει πού βρισκόταν το αστυνομικό τμήμα στο Λουντ, όπου έπρεπε να παρουσιαστώ.

Μετά την τότε επίσκεψή μου στο τμήμα, πολύ κεντρικά και κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό που οι περισσότεροι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν σχεδόν καθημερινά, είχα νιώσει ότι όλες οι αστυνομίες είναι καταπιεστικές και κατασταλτικές.

Το παλιό ανέκδοτο των Σουηδών, «Οι αστυφύλακες πάνε δυο δυο γιατί ο ένας ρωτάει και ο άλλος γράφει», δεν ίσχυε πλέον.

Με την ανάγνωση του Ανδαλουσιανού φίλου ενισχύθηκε η υποψία μου ότι η αστυνομική λογοτεχνία είναι πολιτική.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.