fbpx
«Νέα αντίσταση»

«Νέα αντίσταση»

Ανέβαινα στο λόφο Μπαζαγιάζι, με το σακίδιο στην πλάτη, με πρωτοπόρο τον εξάδελφό μου, Αγησίλαο, κόντρα σ’ έναν πολύ δυνατό, βορινό αέρα που ερχόταν από τα γύρω πιο ψηλά βουνά και φοβόμουν ότι θα με πάρει ο άνεμος.

Για τον εξάδελφό μου δεν ανησυχούσα, όχι μόνο γιατί αυτός ήταν ο τόπος του και ήξερε όσα φαίνονταν αλλά γιατί γνώριζε και αυτά που κρύβονταν στα σπλάχνα των βουνών, σπήλαια, και πηγάδια. Τον θεωρούσα γενναίο, είχε αντισταθεί, δεκάξι χρόνων παιδί, στους Γερμανούς τα χρόνια της Κατοχής.

Για να νικήσω το φόβο μου, άρχισα να σιγοτραγουδάω: Αετόμορφα τα έχει(ς) τα ψηλά βουνά / στα ηφαίστεια κλήματα σειρά… όπως πάντα όταν έβλεπα τα βουνά της πατρίδας μου και μιλούσα μαζί τους, χρησιμοποιώντας δεύτερο πρόσωπο ενικού.

Έφερνα στο νου μου άλλες εποχές, που όσες δεν είχα ζήσει, τις είχα διαβάσει ή τις είχα δει στον κινηματογράφο ή σε ντοκιμαντέρ. Εκείνα τα παλικάρια!

Ο Αγησίλαος με άκουσε, σταμάτησε, έκανε ένα δυο βήματα αριστερά, έσκυψε κι έκοψε ένα δυο λεπτεπίλεπτα μοβ λουλουδάκια που φύτρωναν ανάμεσα στα βράχια και μου τα έδωσε, σιγοτραγουδώντας με τη σειρά του:

Μικρό πουλί τριανταφυλλί

δεμένο με κλωστίτσα

με τα σγουρά φτεράκια του

στον ήλιο πεταρίζει.

Κι αν το τηράξεις μια φορά,

θα σου χαμογελάσει

κι αν το τηράξεις δυο και τρεις,

θ’ αρχίσεις το τραγούδι.

Ξαφνιάστηκα. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ πριν να τραγουδάει. Δεν ήταν των πανηγυριών.

«Ακόμα;» τον ρώτησα.

«Τι εννοείς;»

«Δεν ξέχασες».

«Είναι από τα Λιανοτράγουδα του Ρίτσου, αφιερωμένα στον Θεοδωράκη», απάντησε αυξάνοντας την έκπληξή μου.

Ο Αγησίλαος, ένας κτηνοτρόφος, που δεν εγκατέλειψε τον τόπο του και τα κοπάδια του, αδίψαστος αναγνώστης, ήταν η πηγή μου για τα χρόνια της Αντίστασης στην Πελοπόννησο, και αφηγητής της δικής του περιπέτειας από τη σύλληψή του από τους κατακτητές, πριν ακόμα φυτρώσουν στο πρόσωπό του, με τα σημάδια της ακμής, τα γένια του, πριν ξυριστεί.

«Απορώ, και όχι για πρώτη φορά, πώς αυτά τα λουλουδάκια, με τους τόσο λεπτούς μίσχους, μπορούν και αντιστέκονται στους αέρηδες, τους βοριάδες, τους νοτιάδες, στις μπόρες, στα χιόνια, ακόμα και στις καταιγίδες που σπάνε κλαριά και κορμούς δέντρων», είπα.

«Η δύναμη είναι εσωτερική», μου απάντησε. «Αυτά τα αγριολούλουδα, που φυτρώνουν μόνα τους στην ποτισμένη με αίμα γη μας, δεν έχουν ραχοκοκαλιά για να σκύβουν ή να κάμπτονται. Αντιστέκονται. Παραμένουν αγέρωχα».

«Σε αυτούς ανήκεις κι εσύ», του είπα μ’ έναν τόνο θαυμασμού στη φωνή μου.

Είχα ακούσει πως από μικρό παιδί διάβαζε ό,τι γραμμένο κομμάτι χαρτί έπεφτε στα χέρια του. Τότε που τα λιγοστά ψώνια, ρέγγα ή μπακαλιάρος ή χταπόδι –το ψωμί, τα κρεατικά και τα τυρομικά τα παρήγαν οι ίδιοι οι κάτοικοι του χωριού– διπλώνονταν σ’ εφημερίδες, έπαιρνε τα αποκόμματα και αν ήταν νωπά τα άπλωνε στα βράχια των βουνών για να στεγνώσουν και να τα διαβάσει. Το γυμνάσιο δεν πρόλαβε να το τελειώσει.

Σ’ ένα δωμάτιο του πέτρινου, δίπατου πατρικού του σπιτιού, είχε φτιάξει ράφια, από κυπαρισσένιες σανίδες, όπου τακτοποιούσε ευλαβικά τα βιβλία που διάβαζε και έγραφε στο περιθώριο τις παρατηρήσεις του.

Όταν μιλούσε στο καφενείο τον άκουγαν μικροί και μεγάλοι – όλοι άρρενες, οι γυναίκες έμεναν στο σπίτι.

«Άλλοι αγοράζουν τσιγάρα και άλλοι βιβλία», έλεγε.

Όσο ανεβαίναμε τόσο δυνάμωνε ο αέρας και άλλο τόσο δυνάμωνε το πείσμα μου να ακολουθήσω τον Αγησίλαο, από αδιάβατα μονοπάτια όπου σε κάθε βήμα μας κατρακυλούσαν οι πέτρες και τα άγρια αγκάθια τρυπούσαν το μπλουτζίν μου και τσιμπούσαν τις γάμπες μου, μέχρι την κορυφή του λόφου, να φτάσουμε στο ψηλότερο κυπαρίσσι που μου είχε χαρίσει ο παππούς μου, να μου δείξει το πέτρινο φυλάκιο που είχαν χτίσει οι κατακτητές λίγο πιο πέρα και απ’ όπου έβλεπαν τον κάμπο της Μεσσηνίας.

«Πόσα ακόμα θα μάθω από σένα;» τον ρώτησα πάλι.

«Όχι από μένα, από το λαό μας», είπε και συνέχισε να ανεβαίνει.

Δε βρήκα λόγια για να συνεχίσω αυτόν το διάλογο, μου τον έκοψε ο αέρας.

Έχουν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια από τότε που έγραφα στη γραφομηχανή το Μπαζαγιάζι και αρκετά από τότε που ο Αγησίλαος έφυγε από τη ζωή, μ’ ένα μεγάλο παράσημο. Αυτό της ακεραιότητας και της ανιδιοτέλειας.

«Η αγάπη για την πατρίδα», έλεγε, «είναι η επιμονή μέχρι να πετύχεις αυτό που όταν ξεκίνησες ήταν ο σκοπός του αγώνα σου».

Τώρα δεν είναι εδώ να μου απαντήσει στο ερώτημά μου ποια είναι η νέα αντίσταση στα όσα συμβαίνουν στην πατρίδα μας ή στην Κύπρο.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.