fbpx
Ο ποιητής Χρήστος Αντωνίου της Ανθούλας Δανιήλ

Ο ποιητής Χρήστος Αντωνίου της Ανθούλας Δανιήλ

Ο Χρήστος Αντωνίου είναι ένας άξιος φιλόλογος. Έχει εκπονήσει τη διδακτορική του διατριβή πάνω στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, έναν τόμο με τα δοκίμιά του –Εννιά γοργόνες και χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα – και έχει δημοσιεύσει και δημοσιεύει άρθρα σχετικά με την ποίηση. Η φιλολογική του αξιοσύνη στηρίζει τα θεμέλια της Ποίησής του.

Η πρώτη συλλογή, Το άλλο ημισφαίριο, έχει συστεγαστεί με την τέταρτη συλλογή, Στο τέλος μιας εποχής, σε έναν πλέον τόμο (με εξήντα εννέα ποιήματα), και έκπληξη είναι πως αποκαλύπτεται ένας ώριμος ποιητής από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση. Όπως είναι φυσικό, ο δεσμός του ποιητή με το ιδανικό του πρότυπο, τον Γιώργο Σεφέρη, είναι αρκετά εμφανής. Υπάρχει μία συναισθηματική συγγένεια, χωρίς ο μεγάλος να καλύπτει τον μικρό, αλλά μοιάζουν σαν πατέρας και γιος. Άλλωστε «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», ακούγεται σαν υποβολέας η βαθιά φωνή του μεγάλου δάσκαλου που διδάσκει όλες τις μετέπειτα γενιές. Κι όπως «επειδή κατά το ήμισυ... γεννιόμαστε δοσμένοι• ούτε καν την ελιά της γιαγιάς μας στο δεξί μάγουλο δεν μπορούμε ν' αποφύγουμε», λέει ο Ελύτης [1], έτσι δεν μπορούμε να απαλλαγούμε και από την πνευματική κληρονομικότητα. Και αυτό είναι τιμή μας.

Τα ποιήματα της συλλογής είναι αρκετά εκτεταμένα, με μια έντονη δραματικότητα. Κι αυτό, γιατί απηχούν δύσκολα κοινωνικά προβλήματα και καταστάσεις, κυρίως, από τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας και έπειτα. Η απογοήτευση από την απώλεια του προσδοκώμενου, η αίσθηση της μοναξιάς, ο πικρός απολογισμός, η φτώχεια, η πολιτική συνειδητοποίηση, η χαμένη ευκαιρία για κοινωνική δικαιοσύνη, η επιβεβαίωση ότι τίποτα δεν χαρίζεται, αλλά κατακτιέται μόνο με προσωπικό και συλλογικό αγώνα, είναι όλ' αυτά που αποτελούν τα πλουμίδια ενός ποιητικού καμβά εξαρχής υφασμένου με πολιτικά υλικά. Το ρητορικό ερώτημα «Ζούμε τη ζωή ανάποδα/ ή κάπου αλλού η ανάμνηση μας οδηγεί;» είναι δηλωτικό αυτού του κλίματος. Το ίδιο και ο στίχος: «Γεννηθήκαμε στο άλλο μέρος της ζωής, δεν αναπνέουμε». Κι αυτό το άλλο μέρος είναι το σκοτεινό ημισφαίριο. Για να φτάσει όμως στο φωτεινό, πρέπει να αλλάξει την κοσμοθεωρία του και τη δράση του: «Τον περασμένο καιρό πιστεύαμε στην αλλαγή/ μα την προσμέναμε σα θαύμα.../ Ύστερα καταλάβαμε ότι το φως το γεννάει ένα σώμα πυρωμένο κι όχι ο θεός./ Η αλλαγή ζητούσε την άρνηση και η αγάπη τον ιδρώτα. [...] Τέλος αλλάξαμε γραμμή με μια επανάσταση».

Τρίτη συλλογή είναι η μικρή και κομψή στο δέμας Σύρματα και τροχαλίες, που αυτομάτως παραπέμπει σε εμπλοκές οδυνηρές. Αποτελείται από εξήντα δύο μικρά ποιήματα, στα οποία ο άνθρωπος μοιάζει με εξάρτημα μιας ολέθριας μηχανής, μιας machine infernale, κατά τον Ζαν Κοκτό. Σύρματα τον τραβούν και τροχαλίες τον σέρνουν. Θεόθεν τα παθήματα; Ο Αντωνίου υπαιτιάται τους τεχνοκρατικούς μηχανισμούς και ο Σεφέρης μιλάει «για καινούργιες τρέλες των θεών και των ανθρώπων», που είναι το ίδιο. Και, φυσικά, κάθε ποίημα είναι και μια προέκταση του προηγούμενου. Ο στίχος «προχωρώ μπροστά με το κεφάλι στραμμένο πίσω» υποδηλώνει τον αόρατο μίτο, το σύρμα ή την τροχαλία που του κατευθύνει την πορεία. Οι αντιθέσεις συχνές. Οι αμφιθυμίες παρούσες: «Έχω μέσα μου ένα θεό που δεν προσμένει ανάσταση», αλλά και το αντίθετο: «ποτέ δεν έγινε άνοιξη χωρίς εσένα» και πιο πέρα «κάθε στιγμή κι ένα σπυρί• θ' ανθίσει;», ερώτημα στο οποίο υποφώσκει η ελπίδα. «Δεν είμαι μόνος• έχω/ τον καθρέφτη μου κι ένα λευκό χαρτί». Αλλά «Έπρεπε κάτι περισσότερο από μελάνι/ κάτι περισσότερο/ που να προσεγγίζει το αίμα». «Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι». Οι στίχοι «σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη, ριζώνουν θρέφονται με το αίμα» (Σεφέρης). Ο Καρυωτάκης πριν από τον Σεφέρη έγραφε «τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο». Κι ο Εγγονόπουλος έλεγε «Δεν γράφω, ζω. Τα ποιήματα γράφονται με τη ζωή μας»[2].

Στα είκοσι οχτώ ποιήματα της τέταρτης και πολύ αξιόλογης ποιητικής συλλογής Οι Λέξεις και το Αίμα θα βρούμε πιο ανεπτυγμένη την ανάγκη για έκφραση. Στο πρώτο ποίημα, «Ματαιωμένη συνάντηση», θα γκρινιάξει:

Είναι η τρίτη φορά που ξοδεύω
δυο μισθούς για να σε συναντήσω. Κι εσύ
με προσπέρασες πάλι ανυποψίαστος.

Για ποια ματαιωμένη συνάντηση μιλάει ο ποιητής; Σε ποιον απευθύνεται; Είναι ο αναγνώστης, που δεν μπαίνει στα βαθιά της ποίησης και αφήνεται στην επιφάνεια των λέξεων, αγνοώντας τον βυθό. Κι αυτή η ματαίωση γίνεται οντολογικής κατηγορίας. Ο Αντωνίου αναζητά τον επαρκή αναγνώστη με τη νοσταλγία του ομηρικού Οδυσσέα ή με την έλλειψη εκείνου του πλατωνικού ετέρου ημίσεως της ψυχής, που από κάποιο προχριστιανικό ή προπατορικό αμάρτημα έχασε. Αυτό το ήμισυ λείπει. Όταν, λοιπόν, δίνει τον ορισμό «Ποίηση ίσον επικοινωνία με ζωντανούς και νεκρούς», τότε η συνάντηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως Νέκυια, κι όταν γράφει «σε κάθε στίχο μου κοιμάται κι ένας τουλάχιστον νεκρός» και «Παρακολουθώ ευλαβικά τη συνεχιζόμενη ροή αίματος», τότε γίνεται νεκρόδειπνος ή απλώς μνημόσυνο.

Το πράγμα αποκτά βαθιά δραματικότητα στο ποίημα «Άρχων Αμοιβίκου», ένα άκρως πολιτικό ποίημα, στο οποίο ο ποιητής παρακολουθεί, από τα μυθικά ως τα σημερινά χρόνια «τα δικά μας τα σακάτικα» (Ν. Εγγονόπουλος), τον κοινωνικοπολιτικό αγώνα να συνεχίζεται και να παίρνει διάφορες μορφές, που στο βάθος βέβαια είναι όλες ίδιες. Ο ποιητής παρών, με ένα ποιητικό φωτορεπορτάζ, μοιάζει να κάνει προσκλητήριο των νεκρών σύγχρονων ηρώων:

Σε φωτογράφισα όταν το βεγγαλικό στο κεφάλι σου άνοιγε μια τρύπα φωτεινή
(Σωτήρης Πέτρουλας)

ή μια μεγάλη ρόδα έλιωνε το κορμί σου στην άσφαλτο
(Σωτηρία Βασιλακοπούλου, που έχασε τη ζωή της σε διαδήλωση από προμελετημένο, όπως θεωρήθηκε, ατύχημα)

κι ακόμα στο μικρό πλυσταριό με τη ζωστήρα
(Ανδρέας Λεντάκης)

Μα πιο πολύ πίσω από τα κάγκελα
με τη νέα σου πανοπλία: ένα τριμμένο τζιν
κι ένα πουκάμισο ανοιχτό στο πυρωμένο σίδερο
που ζωγράφιζε παπαρούνες.
(οι νεκροί του Πολυτεχνείου)

Επιστρέφω για λίγο στη «ζωστήρα», που στο άκουσμά της δεν μπορεί ο νους να μην ανακαλέσει –και ο Αντωνίου το ξέρει και σκόπιμα το κάνει– τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου που τόσο δραματικά μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης: «Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα, σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή».

Αυτά περί ηρώων. Κι χρόνος που τρέχει μας οδηγεί στις εκπτώσεις, στους αντιήρωες, στον αντίποδά τους, στον «Σύγχρονο Ελπήνορα», που στο αντίστοιχο ποίημα, ο χθεσινός αγωνιζόμενος και διαμαρτυρόμενος, τώρα χορτασμένος και μεθυσμένος και εξευτελισμένος, και παραστρατημένος, παραπατώντας κινδυνεύει να πάθει ό,τι και ο ομηρικός αντίστοιχος• να τσακιστεί στη σκάλα καθώς κυνηγά την Κίρκη της ηδονής και του καταναλωτισμού:

Σαν πέφτει η νύχτα τυφλωμένος από ουίσκι/ σκουντουφλάς σε κάθε σκαλί/ μέχρι να γκρεμιστείς στο τελευταίο. Βαρέθηκες τα ταξίδια/ ζητάς το εύκολο κέρδος/ μαζεύεις τίτλους και πας σε δεξιώσεις/ βρωμάς μυρωδικά Trussardi ή Drakkar/ κι έχεις ξεχάσει και την ελάχιστη επανάσταση./ Πρόσεξε τη σκάλα π' ανεβαίνεις πάλι/ μεθυσμένος• αν τσακιστείς/ μη νομίσεις ότι θα σε λυπηθεί κανείς.

Ωστόσο, πάντα υπάρχει εκείνος που δεν καταντάει Ελπήνωρ. Παράδειγμα η «Δήλωση Καθημερινής Ευαισθησίας», που μοιάζει με αυτοβιογραφικό σημείωμα:

Δεν έζησα μάχες όπως οι άλλοι/ δεν έσπασα βράχια σ' ερημικά νησιά/ δεν έχυσα ποτέ ούτε μια σταγόνα αίμα,/ όμως μεγάλωσα μέσα στο φόβο [...] με χίλιες δυσκολίες κράτησα με τα δόντια μου/ μια πίστη να την κάνω μια μέρα ποιήματα.

Γράφει, λοιπόν, για να καταγγείλει τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία, το ξέφτισμα των ιδεών, τους χαμένους αγώνες, για όλα αυτά που τον πονάνε και καίνε. Τα είπε, επομένως, όλα ή έχει κι άλλα να πει;

Μήπως υπάρχει κάποιος γύρος ακόμη
για μένα –έστω κι ο τελευταίος–
να μοιραστώ ό,τι μάζεψα από τα μάρμαρα
του Σεφέρη και τους στίχους μου
ή όχι;
Έτσι για λίγο για να βασανίζομαι πολύ
Ή για πάντα;

Το ερώτημα μοιάζει με του σεφερικού Ορέστη –πόσοι γύροι, πόσοι αιμάτινοι κύκλοι πόσες μαύρες σειρές–[3] και την απάντηση θα μας τη δώσει με δύο ποιητικές συλλογές το 2007. Η πρώτη είναι Το κλαδί της ποίησης και η δεύτερη το Ημερολόγιο ενός ολιγοήμερου έρωτα. Θα πρέπει εδώ να θυμίσουμε εκείνο το παλιό ωραίο μοτίβο «έρωτας και επανάσταση»: «Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση» είπε ο Γιάννης Ρίτσος και ο Αντωνίου επαναλαμβάνει. Αλλά η επανάσταση έχει περάσει στην καταγγελία μικρών λεπτομερειών της καθημερινότητας. Ο άνθρωπος ξέχασε τον ηρωικό του αντίλογο με τις Ερινύες, η ζωή έχασε τις αιχμηρές της απολήξεις, τρίφτηκε και αλλοιώθηκε και αλώθηκε από τη ρουτίνα: «Τώρα αγαπώ σπασμένα πράγματα/ κανάτια, κούπες, ιδεολογίες».

Τέλος, στο Ημερολόγιο ενός ολιγοήμερου έρωτα, 26 Νοεμβρίου – 31 Δεκεμβρίου, εκτυλίσσεται μια περιπέτεια της ψυχής που δεν είχε δυνατότητα επιβίωσης. «Ο φυλλοβόλος Έρωτας» άφησε γυμνό το δέντρο αλλά και τριάντα έξι ποιήματα. Μετά το εγκώμιο –Τι ωραία που είναι η αγάπη μου– η κατάθεση ψυχής:

Αρχίζοντας τη μικρή μου αφήγηση/ θέλω πρώτα στα πόδια σου ν'
αφήσω/ την ψυχή μου, χώρα άνυδρη, στη βροχή σου/
τη φωνή μου στις μαγικές μελωδίες/ των χεριών σου...

Αλλά δυστυχώς...

Δεν υπάρχει διάρκεια σε τίποτε.
Μονάχα μια στιγμή
*
Τέλος, όπως έπρεπε, βυθίστηκα στη σιωπή.
Ακούγεται μόνο το σούρσιμο του μολυβιού
πάνω στης ψυχής μου το λευκό χαρτί
κι οι χτύποι της καρδιάς μου μέσα στο ποίημα.

Παρ' όλ' αυτά, απ' όσο καταλαβαίνω και ξέρω τον ποιητή, όλα τα θέματα, και ο έρωτας και η επανάσταση, παραμένουν γι' αυτόν ανοιχτά.

 

-------------------
[1] Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, εκδ. Ύψιλον, 1980, σελ. 20.
[2] Νίκος Εγγονόπουλος, Οι άγγελοι στον Παράδεισο μιλούν ελληνικά..., εκδ. Ύψιλον, 1999, σελ. 36.
[3] Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, «Μυθιστόρημα ΙΣΤ'».


 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.