fbpx
ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ: ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΜΙΑΣ «ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΗΣ» ΠΟΙΗΣΗΣ

ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ: ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΜΙΑΣ «ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΗΣ» ΠΟΙΗΣΗΣ

της Ελένης Τζατζιμάκη

Θα ήταν σημαντικό να αναδειχθούν ορισμένες πτυχές του έργου της Αμαλίας Τσακνιά, δίχως ίσως να δοθεί τόση βάση στα προαπαιτούμενα μιας φιλολογικής θεώρησης της ποίησής της. Αντιθέτως, αυτά τα οποία, κρίνεται, πως προέχει να τονιστούν είναι όλα εκείνα τα μικρά, θα λέγαμε, «συστατικά» της γραφής της, εκείνα τα πολύ δικά της υλικά, μέσω των οποίων συντίθεται η αισθητική απόλαυση που με τη σειρά της, και αυτή, οδηγεί στην ποιητική συγκίνηση και τελικά στην ολοκλήρωση του κύκλου της πρόσληψης ενός έργου, εν προκειμένω ποιήματος, μέσα από την προσωπική μάτια του εκάστοτε αναγνώστη.

Με «εγχειρίδιο» το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στιγμή, όπου συμπεριλαμβάνονται όλα τα ποιήματα της Αμαλίας Τσακνιά, από το 1969 έως το 1984, θα αποπειραθεί μια επισκόπηση του έργου της με βάση ορισμένα ποιήματα τα οποία είναι αντιπροσωπευτικά της ποιητικής της, όπως αυτή εξελίσσεται και ωριμάζει μέσα στα χρόνια, δίχως ωστόσο να χάνει το ειδικό στίγμα της που καθορίζει και το ύφος της ποιήτριας.

Ξεκινώντας, από την ποιητική συλλογή Το δέντρο (1977) καταρχάς, στο ποίημα «Στο καφενείο» το οποίο αρθρώνεται σε εννιά μικρής έκτασης το καθένα, ποιήματα, που όλα διηγούνται και περιγράφουν τη σταδιακή έκβαση μιας, παλιάς, πιθανώς φανταστικής, συνάντησης με κάποιο πρόσωπο μέσα σε ένα καφενείο, όπως αυτή ανακαλείται τώρα στη μνήμη της ποιήτριας:

«Ήρθα με μιαν ακαθόριστη διάθεση τάχα σα να ξεπλήρωνα ένα χρέος, ή, κάτι σα να ξέχασα, στο τραπεζάκι, μια διάθεση ακαθόριστη κι ωστόσο, ήρθα να σου μιλήσω για να συνεχίσω το διάλογο που κόπηκε, δεν ξέρω πότε ούτε γιατί. Μα το περίεργο είναι πως δεν υπήρξε ποτέ διάλογος.»

Αυτή η «ακαθόριστη διάθεση» η οποία παρακινεί εδώ το ποιητικό υποκείμενο, να επιστρέψει στο καφενείο όπου κρύβεται το μυστικό μιας σημαντικής συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στο παρελθόν, στην πραγματικότητα, φαίνεται να είναι και το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής ταυτότητας της ποιήτριας: η Τσακνιά δεν επιχειρεί να επέμβει στον εσωτερικό χώρο, στο, κατά μία, έννοια, «σημαινόμενο» του ποιήματος. Μοιάζει να θέτει τους όρους, να ενώνει τις τελείες, ίσως, που ορίζουν το σκελετό μέσα στο οποίο θα μπορέσει να αναπτυχθεί το ποίημα, ως καλλιτεχνική πραγμάτωση και λογοτεχνική πράξη.

Αφήνει, με άλλα λόγια, στο ποίημα και τα πραγματευόμενά του, την ευθύνη να καθορίσουν τον εαυτό τους μέσα από την ίδια την «ακαθόριστη» φύση τους με την οποία, η ίδια τα έχει επιφορτίσει. Και αυτή η τακτική, μάλλον δεν περιορίζεται μόνο εδώ, αρκεί ,βεβαίως να ρίξει κανείς μια ματιά και σε άλλα ενδεικτικά παραδείγματα, όπως για παράδειγμα τα «Μετά-ερωτικά» ποιήματά της, από την τελευταία της συλλογή Πριν από την όχθη (1984), ως επί το πλείστον, δίστιχης μορφολογίας, όπου, με λίγες λέξεις, αλλά καθόλου τυχαίες, η Τσακνιά, με ψυχραιμία, κλείνει το μάτι σε ορισμένες, αλήθειες, ίσως όχι μόνο δικές της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα:

«Ούτε φιλοσοφική λίθος ούτε δέντρο της γνώσεως. Απλά και μόνο η ζωή μας.»[1]

Έπειτα, κύριο χαρακτηριστικό του έργου της, αποτελεί και η μικρή έκταση των ποιημάτων της. Η Τσακνιά, συνοψίζει τα γραφόμενά της μέσα από έναν συγκερασμό όλων εκείνων των πραγμάτων που έχει η ίδια ανάγκη να εκφράσει με αυτά τα οποία κρίνει πως χρειάζεται ο αναγνώστης για να γίνει κοινωνός των ποιημάτων της. Δηλαδή, σκοπίμως μετρημένα, εφοδιάζει τον αναγνώστη με μία ελάχιστη, αλλά πολύ συγκεκριμένη ποσότητα, αισθημάτων και πληροφορίας, τόση όση να αποδειχθεί, όμως, αρκετή για να τον φέρει κοντά στην ψυχή και την τέχνη της.

Αυτή η μη αμετροεπής στάση της απέναντι στη χρήση του λόγου, ίσως να αποτελεί και στάση ζωής και για την ίδια. Ένα ωραίο ποίημα, με τον τίτλο «Σε φίλο Ποιητή», από τη συλλογή Το δέντρο και πάλι, είναι αρκετά ενδεικτικό:

«Ένα φθινόπωρο για σένα, ένα για μένα. Μια κατακόρυφη πτήση για σένα, μια κατακόρυφη πτώση για μένα. Η αναζήτηση του αναλλοίωτου για σένα, η επιβεβαίωση της φθοράς για μένα. Η γλύκα της μελαγχολίας για σένα, η πίκρα της απελπισίας για μένα. Μα πάντοτε παράλληλα και ταιριασμένα: Ένα για σένα, κι ένα για μένα.»

Από την Αφύλακτη Διάβαση, συλλογή που κυκλοφόρησε το 1978, το ποίημα «Κάτι πρέπει να ξέρω», εκφράζει, πιθανώς με επαρκή τρόπο, μια άλλη πτυχή της ποίησης της Αμαλίας Τσακνιά: αυτήν της απόστασης που διατηρεί η ποιήτρια από τα πράγματα.

Η Τσακνιά, στην ποίησή της επιχειρεί να καταγράψει, με όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμη και αποφορτισμένη από λυρισμούς και συναισθηματικούς ελιγμούς γλώσσα, όλα εκείνα τα θέματα που δεν παύουν ποτέ να απασχολούν τον άνθρωπο, όπως ο έρωτας, η φιλοσοφική διάσταση της ζωής, ο θάνατος, η ματαιοδοξία, η προσμονή, ο χρόνος, η ήττα και η νίκη. Καταγράφει, λοιπόν, το ζητούμενο από απόσταση, όχι όμως από άλλη θέση.

Η Τσακνιά μιλάει πρώτα απ’ όλα ως άνθρωπος και έπειτα ως ποιήτρια. Δεν εμπλέκεται συναισθηματικά από θέση, ακριβώς για να αφήσει το ίδιο το «θέμα» του ποιήματος να συστηθεί και, αν μπορέσει, να συγκινήσει από μόνο του. Δεν προσπαθεί να εκβιάσει την απόλαυση του αναγνώστη, παρά μόνο να τού δείξει το δρόμο προς αυτήν. Άλλωστε, αυτή της η διακριτικότητα απέναντι στην καταρχήν υπεροχή του ίδιου του συναισθήματος, γίνεται ιδιαιτέρως εμφανής και στους παρακάτω στίχους:

«Βέβαια, δεν είναι δικιά μου η ευθύνη, το πότε δύει και ανατέλλει ο ήλιος, μα κάτι πρέπει να ξέρω γι’ αυτούς που τρελαίνονται το μεσημέρι, τους ακρωτηριασμένους της νύχτας κι εκείνους που χάνουν το φως τους σε κάθε νέο ξημέρωμα.»

Έπειτα, η ποιητική συλλογή Το μπαλκόνι (1982), όπου πλέον είναι σαφής η ωριμότητα της Τσακνιά, παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς παρατηρείται μια στροφή από πλευράς της ποιήτριας προς τα γυναικεία θέματα και την έκφραση μιας ποίησης με γυναικείο υποκείμενο όπου μιλά για τα του φύλου του (π.χ. τα ποιήματα: «η Μάγια», «Η γυναίκα του Λωτ,» «Γράμμα στη Μυρσίνη», «Ρεβέκκα»). Η στροφή αυτή, φαίνεται να συνδέεται ξεκάθαρα με την ευρύτερη τάση των ποιητριών από το 1968 περίπου, μέχρι το 1990,(συμβατικά τα όρια) για μια ποίηση, αν όχι τελικά, φεμινιστική, τουλάχιστον πιο γυναικεία, με την έννοια του να αναδειχθούν πιο επιθετικά τα κακώς κείμενα της κοινωνικής έκφρασης του γυναικείου φύλου. Ενδεικτικά, το ποίημα «Ρεβέκκα»:

«Ρεβέκκα/παίξε κάτι απόψε για μένα/είμαστε πάλι εδώ η πιστή συντροφιά/μικρές ζαλισμένες μέλισσες/στα χλωρά μαλλιά σου/την ώρα που οι σονάτες χυμούν στα παράθυρα/κι ανατριχιάζει ο δρόμος με τους ευκαλύπτους./Η Ρεβέκκα δεν είναι όραμα/δεν είναι σύμβολο ποιητικό η Ρεβέκκα/πηγούλα στην ξερολιθιά/λεύκα ψηλή στ’ ασήμαντα περιβολάκια μας/μικρούλα ιέρεια τελετουργούσα/κι εμείς πιο πέρα/ο χορός των αγίνωτων χλωμών κοριτσιών./Ρεβέκκα/παίξε κάτι απόψε για μένα/ήρθα κοντά σου/πάντα εκστατική/μα πρώτα διώξε αυτή την ξέπνοη στεγνωμένη γυναίκα/που μέρες τώρα μ’ ακολουθεί/και διεκδικεί τα’ όνομά σου.»

Μετά από αυτήν τη σύντομη περιδιάβαση σε κάποια σημεία του έργου της Αμαλίας Τσακνιά, κρίνεται ως καταλληλότερη για το τέλος μια επισήμανση πάνω σε δύο από τα δεκαπέντε ανέκδοτα ποιήματά της, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στον τόμο, το «Δρόμοι μονής κατευθύνσεως» και την «Παλινδρόμηση».

Πρόκειται για δύο ποιήματα αρκετά φορτισμένα συναισθηματικά, πιθανώς λόγω της ήδη βεβαρημένης υγείας της ποιήτριας, που όμως προσφέρουν, ίσως, ένα ακόμη ερμηνευτικό κλειδί για την ποίησή της: τη σχέση της με το παρελθόν, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την πεποίθησή της ότι, πάντοτε, όπως και να’ χει, επιστρέφουμε.

Φαίνεται καθαρά ότι η Τσακνιά δεν αντιλαμβάνεται τη βίωση της ζωής ως μια ευθεία γραμμή προς τα μπροστά, αλλά ως μια πορεία που αν και προοδεύει προς μία κατεύθυνση, κάποια στιγμή ο άνθρωπος θα στρέψει το κεφάλι σίγουρα για να ξανακοιτάξει πίσω και ίσως να προσπαθήσει να επιστρέψει ξανά στην αφετηρία. Είτε από αδυναμία, είτε από μοιραία επιλογή, είτε από φυσική θέληση:

«Σοφό το σύστημα του καιρού μας με τους δρόμους μονής κατευθύνσεως/γιατί σκέψου με το δικαίωμα επιστροφής τι ξεβόλεμα τι συνωστισμός/ξεπουλώντας το βιός μας ξεκινώντας χωρίς αποσκευές/εκείνοι που τραβούν μπροστά θα ρωτούσαν έκπληκτοι/γιατί γυρίζουμε/κι εμείς αμήχανοι θα ξεφεύγαμε μην ξέροντας πώς ν’ αποκριθούμε.»[2]

(«Δρόμοι μονής κατευθύνσεως»)

και,

«Αφού το αύριο σκοτεινό κι αβέβαιο/και το παρόν τόσο δυσκίνητο, μας απελπίζει,/βρήκαμε θύμα εξιλαστήριο το παρελθόν/ και πιλατεύουμε άσπλαχνα και αδιάντροπα/ως και τ’ αθώα εκείνα παιδικά μας χρόνια.[3]»

(«Παλινδρόμηση»)

Η Ελένη Τζατζιμάκη είναι φιλόλογος και ποιήτρια.



[1] Τσακνιά Αμαλία, Τα ποιήματα 1969-1984, εκδ. στιγμή, 2000, Αθήνα, σελ. 284

[2] Τσακνιά Αμαλία, Τα ποιήματα 1969-1984, εκδ. στιγμή, 2000, Αθήνα, σελ.291

[3] Τσακνιά Αμαλία, Τα ποιήματα 1969-1984, εκδ. στιγμή, 2000, Αθήνα, σελ. 298

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.