fbpx
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΡΩΤΑ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΡΩΤΑ

της Ανθούλας Δανιήλ

Έρωτας. Πάθος και πάθημα. Τον έψαλαν πολλοί άνθρωποι, τραγουδοποιοί και ποιητές, φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι. Δημιούργησε το μέγα ρήγμα στην ανθρώπινη ιστορία, έσπειρε την ιδέα της αμαρτίας στον ιδανικό κόσμο του παραδείσου, πλήγωσε θανάσιμα την αθωότητά του. Πολλοί τον βρήκαν ως ενδιαφέρον πεδίο δοκιμιακής επεξεργασίας. Τον αγιοποίησαν και τον ενοχοποίησαν για πολλά. Εξαιτίας του ο Αδάμ έχασε τον παράδεισο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αυτός έγινε αφορμή και αιτία για πολέμους, αυτός επισώρευσε βάσανα στους θνητούς, χωρίς βέβαια να αφήσει απ’ έξω τους θεούς. Άσε τους σοφούς να παπαγαλίζουν την ηρακλείτεια ρήση «τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Κανείς όταν είναι ερωτευμένος δεν ακούει τους σοφούς. Αντίθετα, διαπράττοντας ύβριν, ορκίζεται αιώνια πίστη και αφοσίωση, εθελοτυφλώντας και παραμερίζοντας στα αζήτητα της λογικής την πικρή αλήθεια που δείχνει ότι ο έρωτας είναι κι αυτός είδος ρευστού – ρει. Γιατί και αυτός, ως μέρος ενός φθαρτού κόσμου, υπακούει στον συμπαντικό νόμο ότι του κάθε πράγματος έρχεται η ώρα· επομένως, όπως έρχεται η ώρα του έρωτα, έρχεται και η ώρα του τέλους του έρωτα.

Εν αρχή, λοιπόν, ην ο Έρωτας, μικρός θεός, που έχει απεικονιστεί σαν άγγελος με φτερά και τόξο, μικρός πολεμιστής, του οποίου πεδίο δράσης είναι η ανθρώπινη καρδιά και όπλο η αλάθητη σαΐτα. Θεωρήθηκε συμπάρεδρος των μεγάλων θεσμών της ζωής. Όταν αυτός αποφασίσει να ελευθερώσει τη σαΐτα του, κάποια καρδιά θα πληγώσει, θα σκλαβώσει, θα τρελάνει. Ψυχή και σώμα, σαρκίο και πνεύμα χάνουν τη δύναμή τους, «Ο δ’ έχων μέμηνεν», λέει ο Σοφοκλής ή «Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνην», έγραψε ο Γκάτσος, μελοποίησε ο Χατζιδάκις και τραγούδησε η Μελίνα σε νεότερη εκδοχή.

Στο ερώτημα αν μπορεί κανείς να τον αποφύγει, η απάντηση μοιάζει αρνητική, αφού αυτός στέλνει «την αφεύγατη σαγίτα που έχει την αιχμή βαμμένη στην αποθυμιά», κατά την άποψη του φιλοσοφούντος επί σκηνής Ευριπίδη με αφορμή τη Μήδεια, της οποίας η περίπτωση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πράξης που οδηγήθηκε από τρομερό πάθος.

Οι άνθρωποι πάντως αρέσκονται στην Ιllusion, την αυταπάτη δηλαδή. Προτιμούν να ζουν στην παραδείσια άγνοια ή, αν θέλετε, επιθυμούν κατά βάθος την εξαπάτησή τους. Γιατί έτσι πιστεύουν πως θα ξεφύγουν από «τον τρεχάμενο» εαυτό τους, που θα ’λεγε ο Σεφέρης, και νομίζουν πως κάτι ενδιαφέρον τους συμβαίνει. Γιατί ο έρωτας ακριβώς αυτό πετυχαίνει· ωθεί την καθημερινή ζωή στα περιθώρια και στέφεται βασιλιάς στο κέντρο.

Σύμβολα της παρουσίας του τα λουλούδια, τα ρόδα ιδίως, τα σοκολατάκια, η μουσική και πρωτίστως η διάθεση· ή μάλλον η αυταπάτη. Μια γονιμοποιός αυταπάτη, ένα ζωτικό ψεύδος, που είναι απαραίτητο για την ευτυχία. Και εύλογα θα ρωτούσε κανείς «τι είναι η ευτυχία;» και «πώς μπορεί να οριστεί;» Το ερώτημα έχει την απάντηση που θα του έδινε ο κάθε ερωτευμένος, κυρίως όμως ο κάθε χαμένος, ως αρμοδιότερος παντός άλλου, στο βαθμό που ισχύει η άποψη ότι η εμπειρία αποτελεί το σκαλοπάτι της γνώσης. Το πάθος μάθος κατά τον Αισχύλο. Η ευτυχία, λοιπόν, μπορεί να είναι οτιδήποτε πιστεύει ο καθένας, σίγουρα όμως είναι αυτό που χάθηκε, γιατί μόνο όταν χαθεί ανακαλύπτεται η αξία του.

Πρωταγωνιστές στο πάθος είναι οι νέοι. Καλύτεροι σχολιαστές οι ώριμοι, που μπαίνοντας στη διαδικασία, άλλος λίγο, άλλος πολύ, είτε παίζοντας είτε σπουδάζοντας, επιδιώκουν να βγάλουν τη μάσκα του βασιλιά έρωτα και να δουν «τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες»[1], ή αλλιώς να δουν το άλλο πρόσωπο, που υπάρχει όσο και η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Ωστόσο, και οι ώριμοι αφήνονται στην αυταπάτη, είτε για άλλους λόγους είτε γιατί είναι αναγκαία σύμβαση για την τέχνη και γενεσιουργός αιτία της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο μεγάλος Κωνσταντίνος Καβάφης που «ενέδωσε» και «αφέθηκε» στην πλανεύτρα φαντασία του ότι ο «ιδεώδης» Καισαρίων παρουσιάστηκε ένα βράδυ στην κάμαρά του και του επέτρεψε να αυτενεργήσει και να τον πλάσει[2], όπως εκείνη ήθελε και η στιγμή υπαγόρευε. Κάθε περίπτωση, όσες ιδιαιτερότητες κι αν παρουσιάζει, εξυπηρετεί τον κανόνα.

Η αυταπάτη είναι ίσως το καλύτερο φάρμακο κάθε έλλειψης. Κι όσες φορές κάποιος είπε: «δε θέλω να ξέρω», διαφύλαξε τον εαυτό του από μια δυσάρεστη έκπληξη καταπνίγοντας συνειδητά μέσα του τη φωνή της αλήθειας. Αντίθετα, αυτός που βάλθηκε να βρει την αλήθεια και τόλμησε να καυχηθεί δημοσίως γι’ αυτήν, ο Οιδίπους π.χ., χωρίς να ξέρει, υπερέβη τα εσκαμμένα, διεκδικώντας κάτι που μόνο στους θεούς ανήκει. Και όταν αργότερα ανακάλυψε μια άλλη αλήθεια, αυτή η δεύτερη αλήθεια του, διαψεύδοντας την πρώτη, τον ώθησε «διπλάς όψεις αράξας αυτός αυτουργώ χερί»[3] (έβγαλε τα μάτια του με το ίδιο του το χέρι), να πληρώσει το ακριβό αντίτιμο της στερνής του γνώσης.

Η «Μαρίνα των βράχων»[4], μια άλλη ερωτοπαθής ψυχή, κάνοντας βουτιά στο βάθος των πραγμάτων, ανακάλυψε «ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε» σαν άνθρωπος πλασμένος «από πηλό και αμαρτία»[5], ευάλωτος, αλλά και προορισμένος να πράξει και να πάθει. Γιατί οι πράξεις (πράττω) και τα πάθη (πάσχω) είναι αυτά που καθορίζουν την ευτυχία του ανθρώπου, όπως λέει κι ο Αριστοτέλης. Είναι στο χέρι του δηλαδή η ορθή επιλογή, συμβάλλει όμως οπωσδήποτε και η τύχη. Και από τα συντελεστικά της ευτυχίας, που δυστυχώς είναι αστάθμητα, μόνο η πράξη, η σύμφωνη με την αρετή, έχει ασφάλεια και διάρκεια στην επιδίωξή της. Επομένως, αν οι πράξεις έγιναν με σφαλερή κρίση, θα ακολουθήσουν τα πάθη, σύμφωνα με έναν άλλο αρχαίο φιλόσοφο, τον Ζήνωνα. Ο έρωτας όμως δεν ακούει τη φωνή της φρόνησης, ούτε στήνει ευήκοον ους στους φιλοσόφους. Γιατί ο έρωτας είναι παιδί και οι φιλόσοφοι είναι γέροι ή νέοι που γέρασαν πρόωρα.

Ο έρωτας είναι άμυαλος, αθώος και ανυπεράσπιστος, λέει η Κική Δημουλά, τυφλός και κουφός, λέει ο λαός, ιδιοτελής και συμφεροντολόγος, λέει ο Γεώργιος Σουρής. Ο ερωτευμένος λοιπόν ζει στην παραδείσια ηλικία του, μια ηλικία που δε συμβαδίζει βέβαια με αυτή που αναγράφεται στο δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας. Γι’ αυτό πολύ συχνά, όταν θα έρθει η γνώση, και συνήθως αυτό γίνεται αργά, τον ακολουθεί ο πόνος. Κι ο πόνος ισοδυναμεί με την έξοδο από τον παράδεισο. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι λίγοι εκείνοι που, αν και ανδρώθηκαν, οικειοθελώς επιλέγουν να παραμείνουν στην ηλικία της αθωότητας και να μη χάσουν την παιδική πλευρά της ψυχής τους. Επιμένουν στην αυταπάτη τους κατεχόμενοι από μια καλλιτεχνική διάθεση, με πίστη και ελπίδες σε οράματα. Ο Δον Κιχώτης (ή ο Θερβάντες;), όταν το ρώτησαν γιατί δε βλέπει τον κόσμο όπως είναι, απάντησε ότι δεν του αρέσει ο κόσμος όπως είναι. Του αρέσει ο κόσμος έτσι όπως τον έχει στο μυαλό του. Κι ο κόσμος αυτός ήταν ο κόσμος της δικαιοσύνης και της ιπποτικής ευγένειας.

Τέτοιος είναι και ο κόσμος της τέχνης. Όσο κι αν η ανθρώπινη αλήθεια ξεπερνιέται, εξελίσσεται και μεταβάλλεται, προσαρμοζόμενη στις φυσικές αλλαγές, κοινωνικές ανακατατάξεις και επιστημονικές ανακαλύψεις, η τέχνη εξακολουθεί δονκιχωτικά να επιμένει στη δική της αναλλοίωτη αλήθεια. Τα έργα της τέχνης, η λογοτεχνία, το θέατρο, η μουσική, ο χορός, η ζωγραφική, άπαξ και γεννήθηκαν δεν αλλάζουν, δεν επηρεάζονται από εξωτερικές επιρροές. Κι επειδή τα καλά έργα της τέχνης διδάσκουν και «νομοθετούν», όπως υποστηρίζει ο Σεφέρης, αυτά γίνονται ο κανόνας, άλλοτε με την ψευδαίσθηση που μας δημιουργούν και τη μαγεία που μας προσφέρουν, στοιχεία απαραίτητα για να μας βγάλουν από την απαισιοδοξία των καιρών, κι άλλοτε με την κοινωνική κριτική που ασκούν.

Ο Έρωτας και η Τέχνη μάς σώζουν από την αθλιότητα της καθημερινής ζωής, γι’ αυτό και πρέπει να τους παραδινόμαστε, «άνευ ορίων άνευ όρων», λέει ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Και τα δεινά που μας προξενεί; Πλάγια απάντηση μας δίνει ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο οποίος στο ερώτημα «την λύπην ή την ανίαν;» απαντά: «την λύπην»[6]. Κι αυτή είναι η αφοπλιστικότερη απάντηση ενός ερωτευμένου, κόντρα σε όλες τις επιχειρηματολογίες της λογικής. Γιατί, όσο κι αν ο ορθολογισμός έβαλε παντού τους νόμους του, ο έρωτας του ξέφυγε, εφόσον, κατά τον Andre Breton, είναι η «μοναδική ευκαιρία του ανθρώπου που έρχεται σε μια προνομιούχο στιγμή για να καταξιώσει την ύπαρξή του»[7].

Αρκεί να βρεθεί η «προνομιούχος στιγμή» η οποία, κατά την άποψη του Ελύτη, είναι η στιγμή που θα συγκρουστούν αφενός η ζωή που πάει ίσια και αφετέρου ο έρωτας που έρχεται κάθετα: «Ντιγκ, λάμψη, θρύψαλα»[8]. Κι όλα γίνονται συντρίμμια. Τα συντρίμμια, ή αλλιώς τα «λαμπερά πετρώματα»[9] του έρωτα, δίνουν πρισματικά τις ποικίλες όψεις του. Είναι ωραίος, απολαυστικός, μυστήριος, οδυνηρός, καταστρεπτικός, αδιάφορος:

Τι ωραιώνθης, και τι ηδύνθης,

αγάπη, εν τρυφαίς σου;

(όμορφη που έγινες, γλυκειά που έγινες/ αγάπη στ’ αγκαλιάσματά σου)[10],

εξακολουθεί να είναι επίκαιρος ο λόγος του Σολομώντος και το ερωτικό του ποίημα να παραμένει στους αιώνες των αιώνων το Άσμα Ασμάτων.

Μια τέτοια αγάπη είναι φυσικό να μην μπορεί να την καταλύσει ούτε το νερό ούτε η φωτιά:

 

Ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην,

και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν.

(Νερά ποτάμια δεν μπορούν / να σβήσουν την αγάπη)[11].

Βασανιστικός λέει η Σαπφώ, «αλγεσίδωρος» και «μυθόπλοκος» (που μοιράζει πόνους και λέει παραμύθια):

 

Έρος δηύτε μ’ ο λυσιμέλης δόνει

γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον

(Πάλι πάλι ο έρωτας. ο έρωτας με παιδεύει και πώς να τον παλέψω που αυτός με φαρμάκια και γλύκες μου κόβει τα ήπατα)[12].

Αυτός που ασκεί δυναμική επίδραση στο πνεύμα και λειτουργεί σαν ακραίο φυσικό φαινόμενο:

 

Έρος δ’ ετίναξε μοι φρένας

Ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέτων

(Ο έρωτας μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας)[13],

ένας έρωτας που η Σαπφώ, η πιο ερωτική ποιήτρια των αιώνων, για να τον περιγράψει κατέφυγε στην εικόνα ακραίου φυσικού φαινομένου. Άλλες φορές πάλι ο έρωτας την πληγώνει, της «στεγνώνει τη γλώσσα», σαν «πυρετός κρυφός» τη «σιγοκαίει», «βουίζουν τ’ αυτιά» της, «κρύος ιδρώτας» την «περιχάει», «τρέμει σύγκορμη» και πρασινίζει «σαν το χόρτο». Και γιατί όλα αυτά; Γιατί δεν τα αποφεύγει; Είναι φανερό ότι δεν τα καταφέρνει, παραδεχόμενη με αφοπλιστική ειλικρίνεια τα μέτρα και τα όριά της:

ψαύην δ’ ου δοκιμωμ’ οράνω δυσπαχέα

(άνθρωπος δυο πιθαμές εγώ τον ουρανό δεν κάνω απόπειρα ν’ αγγίξω)[14].

 

Πολλοί είναι αυτοί που αναγνωρίζουν ρεαλιστικά, πράττουν όμως illusionιστικά. Έτσι, η περίφημη Carmen του Bijet διαλαλεί αγέρωχα ότι

Lamour est un oiseau rebelle

Que nul ne peut apprivoiser…

(ο έρωτας είναι ένα τρελό πουλί / που δεν το ημέρεψε κανείς)

δικαιολογώντας μάλλον τον εαυτό της για την πίστη της στον έρωτα, όχι όμως και στους εραστές.

Οι παρομοιώσεις είναι πολλές. Μια εξ αυτών μας δίνει ένας μάλλον δειλός του έρωτα, αφού σαν αχτίδα φωτός τον ξετρύπωσε:

Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.

Και με είδε μια αχτίδα[15].

 

Ο Ελύτης εκμηδενίζει την απόσταση της πραγματικότητας από την ιδέα μ’ ένα ερωτικό φιλί:

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως

Πριν απ’ τον Έρωτα Έρωτας

Κι όταν σε πήρε το φιλί

Γυναίκα[16].

Την ιδανική ερωτική πολιτεία φαίνεται πως κατοικεί και ο «Εραστής» του Νίκου Εγγονόπουλου ο οποίος

Μιλούσε μιαν άλλη γλώσσα, την ιδιάζουσα διάλεκτο μιας λησμονημένης,

τώρα πλέον, πόλεως, της οποίας και είτανε, άλλωστε, ο μόνος νοσταλγός[17].

 

Τέτοιος νοσταλγός φαίνεται πως είναι και ο Σεφέρης, ο οποίος θυμάται τον έρωτα σαν μακρινό απόηχο που η ζωή και η μοίρα απώθησε στα ανέφικτα:

…Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,

μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός

ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας

τρικύμισμα της θάλασσας … Ο κόσμος είναι απλός[18].

Αφιέρωμα στον έρωτα έχουν κάνει πολλοί. Ο Μάνος Χατζιδάκις όμως τιτλοφόρησε Μεγάλο Ερωτικό ένα δίσκο του, όπου συγκέντρωσε τα ερωτικά ποιήματα που του άρεσαν και τα έντυσε μελωδικά. Μεταξύ άλλων είπε ότι «Ο Μεγάλος Ερωτικός είναι ένας λαϊκός θεός που ζει στη φαντασία μας απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε ίσαμε να πεθάνουμε, όμορφος, εφηβικός και αδιάκοπα ζωντανός»[19].

Ορθόδοξοι και ειδωλολάτρες πιστοί του έρωτα, που υπάρχει ή δεν υπάρχει, τι σημασία έχει, ο έρως ο πανίσχυρος Του Αγίου Ηρακλείτου ανήμερα και κάθε μέρα, παις εστί παίζων[20], τοξεύων, έρωτος η βασιληίη, θα συμφωνούσε και ο Εφέσιος.



[1] Βλ Κ. Π. Καβάφη, «Αλεξανδρινοί Βασιλείς».

[2] Πρβ. τους στίχους: Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό […] Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα, που χθες, την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν / η λάμπα μου – άφησα επίτηδες να σβύνει / εθάρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου […] χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου…

[3] Σοφοκλέους Αντιγόνη, στιχ. 52.

[4] Πρβ. Οδυσσέα Ελύτη, Προσανατολισμοί, «Η Μαρίνα των βράχων»: «Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα / ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο/ Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε…».

[5] Πρβ. Οδυσσέα Ελύτη, Προσανατολισμοί, «Ηλικία της γλαυκής θύμησης»: «θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα το ανθρώπινο βάρος σου/ Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία…».

[6] Βλ. Νίκου Εγγονόπουλου, ΕΛΕΥΣΙΣ, «Το γλωσσάριο των ανθέων».

[7] Βλ. Αντρέ Μπρετόν, Τα Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, μτφ. Ελένης Μοσχονά, εκδ. Δωδώνη, 1972, εισαγωγή, σελ. ι΄.

[8] Βλ. Οδυσσέα Ελύτη, Τρία Ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας, «Το αμύγδαλο του κόσμου», 4, «η αγάπη / μοιάζει με δυο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμού / ντιγκ / λάμψη/ θρύψαλα…»

[9] Βλ. Οδυσσέα Ελύτη, Το Μονόγραμμα, IV.    

[10] Βλ. Άσμα Ασμάτων, μτφ. Γιώργου Σεφέρη, Ίκαρος 1967, σελ. 52-53.

[11] Ό.π. σελ. 58-59.

[12] Σαπφώ, ανασύνθεση και απόδοση Οδυσσέα Ελύτη, Ίκαρος 1984, σελ. 62-63.

[13] Ό.π. σελ. 34-35.

[14] Ό.π. σελ. 22-23.

[15] Βλ. Κ. Γ. Καρυωτάκη, «Ο Πόνος του Ανθρώπου», «Αγάπη», Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 1977, σελ. 9.

[16] Βλ. Οδυσσέα Ελύτη, Προσανατολισμοί, «Δεύτερη Φύση» ΙΙΙ, Επίγραμμα, Ίκαρος 1978, σελ. 21.

[17] Βλ. Νίκου Εγγονόπουλου, Ποιήματα, «Ο Εραστής», τ. Β΄, Ίκαρος, 1985, σελ. 179.

[18] Βλ. Γιώργου Σεφέρη, Ποιήματα, Ερωτικός Λόγος, Ε΄, Ίκαρος 1976, σελ. 32.

[19] Βλ. σημείωμα του συνθέτη στον ομότιτλο δίσκο, Νότος 1972.

[20] Πρβ. το ρηθέν του Ηρακλείτου, «Αιών παις εστί παίζων πεσσεύων παιδός η βασιληίη».

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.