fbpx
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗ

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗ

της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου

«Ακαταπόνητη πένα», «ασίγαστος πυρετός αποδημίας»[1]

Μερικές φορές το να ξεχνάμε είναι ευεργετικό, άλλες πάλι μπορεί να είναι και επιζήμιο. Στον λογοτεχνικό-πεζογραφικό χώρο, πάντως, η λήθη που σκεπάζει κάποιους θεράποντές του, στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες αδίκως επικράτησε, μπορεί να αφαιρέσει ένα σημαντικό κομμάτι γνώσης· γνώσης ίσως όχι κοινόχρηστης, ωστόσο πολύτιμης: γνώσης του εαυτού. Ο Μανώλης Γιαλουράκης άφησε ένα ποικίλο έργο πίσω του, αλλά, δυστυχώς, λίγα είναι τα βιβλία του που διασώζονται στην κοινή μνήμη και επανεκδίδονται. Όμως ο Γιαλουράκης προσέφερε, από τον εσωτερικό πλούτο του, πολύ περισσότερα, έστω και με τρόπο απαισιόδοξο, απελπισμένο· κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής που δεν αξίζουν τη σκόνη του Χρόνου. Σε μια προσπάθεια να τον θυμίσουμε στους παλαιότερους και να τον συστήσουμε στους πιο νέους, παρουσιάζουμε ετούτο το μικρό κείμενο, σε συνέχεια του αντίστοιχου λήμματος των εκδόσεων Σοκόλη, στη Σειρά Η μεταπολεμική πεζογραφία, καθώς και του ικανοποιητικότατου λήμματος της Εγκυκλοπαίδειας Χάρη Πάτση (Μεγάλη εγκυκλοπαιδεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας). Με την ελπίδα (φρούδα, θα αποφαινόταν πιθανότατα ο ίδιος ο Γιαλουράκης) ότι θα μείνουμε με τη χαρά εκείνων που έκαναν μια καινούργια αρχή και όχι με την απογοήτευση εκείνων που δεν κατάφεραν να κινήσουν, τελικά, το ενδιαφέρον.

Τα ταξιδιωτικά κείμενα του Μανώλη Γιαλουράκη είναι ίσως το λιγότερο παραγνωρισμένο κομμάτι του έργου του, τουλάχιστον από την επίσημη πολιτεία, εξαιρώντας βέβαια εδώ τη γνωστή σε πολλούς, και όχι άδικα, Αίγυπτο των Ελλήνων. Πέραν του βιβλίου του Κρήτη, βραβευμένου με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικής Πεζογραφίας το 1960, ο Μανώλης Γιαλουράκης, μανιώδης ταξιδευτής, τόσο του έξω όσο και του μέσα κόσμου, συνέγραψε μια σειρά από συντομότερα ή εκτενέστερα οδοιπορικά, για τα περισσότερα από τα μέρη όπου περιηγήθηκε ή έζησε ή ξαναγύριζε επίμονα. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει η Κρήτη, τόπος γεωγραφικός, τόπος καταγωγής αλλά και τόπος ψυχής για τον Γιαλουράκη και, ακόμα, μόνιμη σχεδόν αναφορά, πόθος αξεδίψαστος και νοερή καταφυγή του, όπως εύκολα επιβεβαιώνεται από τα γραπτά του, σε όποια άλλη χώρα ή περιοχή και αν βρισκόταν (στη ζωντανή περιγραφή των βουνών της Κρήτης από τον Γιαλουράκη νομίζει κανείς πως ακούει τους χτύπους της καρδιάς του).

«Ταξιδιώτης συστηματικός και ιδιότυπος […] – ο μόνος άλλωστε μέχρι πρότινος ταξιδιώτης από τους συγγραφείς της μεταπολεμικής γενιάς –» (έγραφε το 1963 ο Αλέξανδρος Κοτζιάς), ο Μανώλης Γιαλουράκης μάς άφησε τις ψυχοπνευματικές καταθέσεις του με αφορμή τις ακόλουθες «διαδρομές»: Οι δρόμοι του Νότου. Ταξιδιωτικό της Άνω Αιγύπτου (συμπεριελήφθη στα Οδοιπορικά στοχασμού με μετατροπές, όπως και τα επόμενα τέσσερα εδώ), Παρίσι, Κάιρο, Ιταλία του Βορρά (Πέτρες και χρώματα), Σινά, Κρήτη, Μυστράς – Μονεμβασία, Αλεξάνδρεια, «Τριλογία της Μόσχας» (συμπεριελήφθη, όπως και τα πρώτα πέντε εδώ, στα Οδοιπορικά στοχασμού. Από το Νείλο στο Μόσκοβα, 1980). Επιπλέον, είχαν δημοσιευτεί κατά καιρούς, σε ποικίλα περιοδικά έντυπα, μικρότερα ή μεγαλύτερα ταξιδιωτικά κείμενα του Μ. Γιαλουράκη για διάφορες περιοχές και πολιτείες της Ελλάδας και, επιπρόσθετα, στη Νέα Εστία, ένα εκτεταμένο οδοιπορικό για την Κύπρο. Ο ίδιος ο συγγραφέας επέμενε να λέει ότι δεν έγραφε οδηγό ούτε κατάλογο ταξιδιωτικών εντυπώσεων και όριζε τα κείμενά του ως έντεχνα αφηγήματα «με ήρωα τον ταξιδιώτη-συγγραφέα, αυτός ρυθμίζει τη δομή και το περιεχόμενο του κειμένου, κατά την ιδιοσυγκρασία του, οι χώρες κι οι πόλεις είναι μονάχα η αφορμή για να γραφεί ένα ακόμα βιβλίο» (από τον «Πρόλογο» στα Οδοιπορικά στοχασμού).

Πώς υποδέχτηκε, άραγε, η κριτική αυτό τον ιδιαίτερο τρόπο ταξιδιωτικής γραφής[2]; Από τη μία πλευρά, υπήρξε βέβαια η απόλυτη κατάφαση, η οποία και στέφθηκε με το Κρατικό Βραβείο. Σε αυτό το κλίμα κινείται και η ακόλουθη κριτική του Τίμου Μαλάνου, η οποία επιπλέον διεισδύει εύστοχα και με σαφήνεια στο «εργαστήριο» του συγγραφέα, εξηγώντας παράλληλα τη θετική ανταπόκριση του αναγνώστη (αντιγράφω από το οπισθόφυλλο της έκδοσης Μυστράς – Μονεμβασία, εκδόσεις Αλκαίος, 1973): «Ξέρω πολλούς φανατικούς αναγνώστες των ταξιδιωτικών του Μανώλη Γιαλουράκη. Είναι αυτοί που θέλγονται από τον πολύ υποκειμενικό τρόπο με τον οποίο […] παρουσιάζει τις πολιτείες, τους ανθρώπους και τα μνημεία της τέχνης που είδε. Ένας τρόπος όχι περιγραφικός αλλά μουσικός μάλλον, αν με τη λέξη αυτή παραδεχτούμε την υποβολή ως πρώτη και κύρια ιδιότητα της μουσικής. Γι’ αυτό και τα ταξιδιωτικά του, μολονότι σαν κείμενα έχουν αρχή και τέλος, θα μπορούσε, νομίζω, κανείς να τ’ αρχίσει κι από μιαν οποιαδήποτε σελίδα τους. Θα έμπαινε αμέσως, είμαι βέβαιος, στο κλίμα τους, ένα κλίμα ποιητικού εμπρεσσιονισμού, που τον θερμαίνει ο πιο ανήσυχος ψυχικός κραδασμός. Οφείλω πράγματι να προσθέσω αμέσως, ότι το ταξίδι για τον Γιαλουράκη είναι, κατά βάθος, μια παράφορη αναζήτηση νέων εμπειριών, που θα τον ελύτρωναν ενδεχομένως από το υπαρξιακό του άγχος. Τον ενδιαφέρει με πάθος η γη μας, ο κόσμος. Όμως η ματιά του που τον θεάται αχόρταγη τούτον τον κόσμο κι εμπνέεται ακατάπαυστα από τη γνωριμία του, δεν είναι μόνο μια ματιά που θεάται τα έξω, αλλά συγχρόνως κι ενδοστρεφής. […] Στη φαντασία του μέσα, το Σήμερα, τα χτεσινά προσωπικά του βιώματα κ’ η Ιστορία στροβιλίζονται. […] Τούτο άλλωστε το ιδιάζον της ταξιδιωτικής φαντασίας τού Γιαλουράκη, με υπόστρωμα βέβαια το μέσα του πλούτος, είναι που προσδίδει στις εντυπώσεις του ουσιαστικότητα και διάσταση βάθους».

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, ο ενθουσιασμός παρουσιάστηκε μετριασμένος, στηριγμένος, πάντως, σε καλοπροαίρετες και έγκυρες παρατηρήσεις: «Ιδού πάλι η περιπλάνηση σαν λυτρωτική φυγή από τον αγχώδη εαυτό του», έγραφε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς το 1964 για τον Μυστρά του Μ. Γιαλουράκη, «η ρεμβαστική στάση απέναντι στη “χοάνη του χρόνου”, η τεφρή διάθεση και η γεύση της ματαιότητας […] Κι ακόμα ιδού ο αυτός τρόπος γραφής: Ο συνοπτικός διάλογος με τα πράγματα που προπαντός αναδεικνύει το υποκείμενο, η γοργή φευγαλέα εντύπωση, η ιχνηλασία της ανθρώπινης παρουσίας, η υπαινικτική αναφορά του αντικειμένου –Ιστορία, χώρος, μνημεία– που προϋποθέτει ότι ο αναγνώστης έχει επαρκή γνώση του αντικειμένου από άλλες πηγές. Δεν θ’ αστοχούσε ίσως κανείς, αν αποκαλούσε τον Γιαλουράκη έναν ιδιότυπο νεορομαντικό, με την απόγνωση του αντιμεταφυσικού φυσιοκράτη».

«Συνεχίζει την παράδοση του Καζαντζάκη και του Ουράνη», έγραφε ο Ι. Μ. Χατζηφώτης για τον Μανώλη Γιαλουράκη, στο αντίστοιχο λήμμα της Μεγάλης εγκυκλοπαιδείας της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Χάρη Πάτση, και έως ένα βαθμό αυτό ισχύει. Καθώς περιττεύει οποιαδήποτε αναφορά στην «επίδραση» του Ν. Καζαντζάκη πάνω στον Μ. Γιαλουράκη (αν και η «ταξιδιωτική τους αντίληψη» δε θεωρώ πως ταυτίζεται), θα σταθούμε μόνον σε λίγες αλλά καίριες γραμμές που αφιέρωσε ο Μ. Γιαλουράκης στον Κώστα Ουράνη, ενταγμένες στην Αλεξάνδρεια: «[…] ο Ουράνης, αυτός ο αλησμόνητος άνθρωπος που “έγραφε” και δεν έλεγε ψέματα, ζούσε τον πόνο σ’ όλη την κλίμακα, δυστυχισμένος στην αληθινή ευτυχία». Λόγια που μας θυμίζουν εκείνα που έγραψε ο Τάκης Δόξας για τον ίδιο τον Γιαλουράκη αυτή τη φορά και, συγκεκριμένα, για το ταξιδιωτικό του Παρίσι: «Διατρέχεις τις σελίδες και σαν να γεύεσαι τα μυστικά τής μεθυστικής χαράς ή του μυστικού πόνου, το σιωπηλό μεθύσι που σε ποτίζουν οι τόποι κ’ οι άνθρωποι».

Από την πλευρά του ο Μανώλης Γιαλουράκης, μιλώντας για τα κείμενα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, γενικώς, αλλά και για τα δικά του κείμενα ειδικότερα, τα χαρακτήριζε «ψυχικές αντιδράσεις μπροστά σ’ ένα “δεδομένο χώρο” [που] βοηθούν περισσότερο τον καλλιεργημένο αναγνώστη να διεισδύσει στο βαθύτερο νόημα ενός τόπου και στους εσωτερικούς κραδασμούς που προκαλεί» (από το «Προλογικό Σημείωμα» στο Μυστράς – Μονεμβασία). Ωστόσο, στην περίπτωση του Μ. Γιαλουράκη τουλάχιστον, εκεί όπου κυρίως διεισδύει ο αναγνώστης είναι, θα λέγαμε, ο ψυχικός κόσμος του ίδιου του συγγραφέα. Έτσι μαθαίνει για τις αγάπες και τα μίση του, τις εμμονές και τους φόβους του, τις προσμονές και τις απογοητεύσεις του. «Η ματαιότητα δε μου ξεφτίζει τους πόθους», έγραφε στον Μυστρά και, στο ίδιο: «Η μόνη δικαίωση της ζωής είναι η Τέχνη».

«Μόνος με τ’ αδέρφια μου τα πλατάνια, περπατούσα στο δάσος του Φονταινεμπλώ […] Ήμουνα μόνος με τους στοχασμούς, φτερουγίζανε κείνοι και κουρνιάζανε στα κιτρινοπράσινα πλατάνια», γράφει ο Μ. Γιαλουράκης στο Παρίσι. Αλλού, στο Σινά, εξομολογείται: «Ξέρω εγώ πώς με μερεύουνε οι σκιές των δέντρων». Στις «Μέρες της Φλωρεντίας» γράφει για τη μελαγχολία των δειλινών της Κυριακής που επηρεάζει τόσους ανθρώπους, καλλιτέχνες και μη, ενώ, στον Μυστρά, καταλήγει: «Μέσα μου οι χώρες σμιχτήκανε». Στο ίδιο οδοιπορικό, υπάρχει και μια φράση/ερώτηση ρητορική (που θυμίζει εκείνη την αντίστοιχη του Γκόρκι) η οποία τελικά ενώνει στερεά τα δύο μέρη του υπότιτλού μας, εστιαζόμενη στον πυρήνα κάθε αφήγησης, άρα και της ταξιδιωτικής: «Όλα γινήκανε λοιπόν για να τ’ ανιστορείς, όλα τα ζεις για να τα προσπεράσεις;» Η απάντηση δεν είναι απαραίτητα αδιέξοδη.



[1] Οι χαρακτηρισμοί ανήκουν στον Αλέξανδρο Κοτζιά και προέρχονται από το βιβλίο του Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα, Κέδρος, 1982· από εκεί και τα υπόλοιπα σχόλια του ιδίου που παρατίθενται εδώ.

[2] Για το «είδος» της ταξιδιωτικής πεζογραφίας που καλλιέργησε ο Μανώλης Γιαλουράκης, βλ. στο άρθρο μου «Τα “Ταξίδια ψυχής” του Μανώλη Γιαλουράκη», στο ένθετο Βιβλιοθήκη της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, φ. 611, 10 Ιουλίου 2010 (Αφιέρωμα στην Ταξιδιωτική Λογοτεχνία), σ. 17.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.