fbpx
ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

του Γιώργου Μπλάνα

Σήμερα πια, μετά το περίφημο άνοιγμα των λαών της Σοβιετικής Ένωσης στην αστική δημοκρατία της επιλεγόμενης «Δύσης», είμαστε σίγουροι πως το δόγμα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού δεν κατάφερε επί ογδόντα χρόνια να φτωχύνει τη ρωσική λογοτεχνία, η οποία συνέχισε την παράδοσή της με σπουδαίους πεζογράφους και ποιητές: Αλεξέι Τολστόι, Τροφόνοβ, Σολόχοβ, Ζαμιάτιν, Ζόσενκο, Μπουλγκάκοβ, Ποστόβσκι, Παστερνάκ, Γεφτουσένκο, Βοζνεσένσκι, Αχμαντούλινα, Έρεμπουργκ, Πλατόνοβ, Ροζντεστβένσκι... Παρά το γεγονός πως αρκετοί από τους μεγάλους αυτούς συγγραφείς άσκησαν κοινωνική κριτική με σπουδαία λογοτεχνικά αποτελέσματα, κανείς δεν κατάφερε να δει τη σοβιετική κοινωνία σφαιρικά. Σαν να λέμε πως ενώ η σοβιετική λογοτεχνία είχε τους Γκόγκολ και τους Ντοστογέφσκι της, δεν είχε τον δικό της Τολστόι. Όσο για εκείνο το είδος της λογοτεχνίας που χαρακτηρίστηκε «αντισοβιετική» ή «αντικομμουνιστική»... δεν ξεπέρασε ποτέ το επίπεδο των φτηνών αναγνωσμάτων Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού. Γιατί, από τεχνοτροπική άποψη, τα περίφημα βιβλία του αντικομμουνιστή Σολζενίτσιν ήταν Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός! Το γιατί συνέβη αυτό μπορούμε ίσως να το δούμε σε ένα κείμενο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Βασίλι Γκρόσμαν. Βρισκόταν, γράφει στο βιβλίο του Το αρμενικό σημειωματάριο, σε μια μεγάλη πόλη της Δημοκρατίας της Αρμενίας –μετά την αποσταλινοποίηση– όταν πέρασε με μια παρέα συναδέλφων του από τον τεράστιο χάλκινο ανδριάντα του Στάλιν, που ατένιζε βλοσυρός τα γύρω βουνά. «Κάποιοι συνάδελφοί μου εκφράστηκαν κόσμια: "Θα έπρεπε να βοηθήσουμε αυτό το μέταλλο που δαπανήθηκε για τον ανδριάντα να επιστρέψει στην ευγενή αρχέγονη μορφή του!" Κάποιοι άλλοι άρχισαν να βρίζουν τον Στάλιν, όχι τόσο για τις τρομερές ακρότητες του 1937, όσο για το γεγονός πως ήταν ένα μεγάλο μηδενικό. Η προσπάθειά μου να επισημάνω τον ρόλο που έπαιξε ο Στάλιν στη δημιουργία του σοβιετικού κράτους έπεσε στο κενό. Οι συνάδελφοί μου αρνούνταν να δεχθούν πως είχε οποιαδήποτε συμβολή στην εκβιομηχάνιση της χώρας, στη διεξαγωγή του μεγάλου πατριωτικού πολέμου... Όλα είχαν γίνει ερήμην του. Η απουσία κάθε ίχνους αντικειμενικότητας στα λόγια τους με έφερε αντιμέτωπο με τον κίνδυνο να αρχίσω ξαφνικά να υπερασπίζομαι τον Στάλιν! Αυτή η έλλειψη αντικειμενικότητας έμοιαζε τρομερά με την έλλειψη αντικειμενικότητας που είχαν δείξει την εποχή του Στάλιν, όταν έσπευδαν να ενστερνιστούν οποιαδήποτε άποψη τους φαινόταν σύμφωνη με την "ανώτερη", "ευφυή" σκέψη του μεγάλου "τιμονιέρη". Η υστερική λατρεία του Στάλιν και οι σημερινές τους ύβρεις ήταν καρποί του ίδιου δέντρου».

Ξέρουμε πώς λειτουργούν αυτά τα πράγματα. Η δύναμη έλκει ακόμα και τους πιο καλλιεργημένους ανθρώπους. Η δύναμη τους έλκει και η αδυναμία τούς απωθεί. Έχουν δαιμονοποιήσει την πραγματικότητα. Ο κόσμος όλος είναι γι' αυτούς ένα πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στο ισχυρό κακό και το ανίσχυρο καλό. Κι αυτοί θέλουν να ζήσουν. Με οποιοδήποτε τίμημα.

Αυτός ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, λοιπόν, ο Βασίλι Γκρόσμαν , κατάφερε να δει σφαιρικά τη σοβιετική κοινωνία. Στο μνημειώδες έργο του Ζωή και πεπρωμένο βρήκε την οπτική γωνία από την οποία η ανθρώπινη ζωή φανερώνει την πραγματική της διάσταση: η διαρκής προσπάθεια δύστυχων πλασμάτων να ξεφύγουν από κάθε εξουσία, από κάθε δύναμη (του καλού ή του κακού) από κάθε ιδεολογία.

Από τη στιγμή που ο Γκρόσμαν τοποθέτησε την υπόθεση της ανθρώπινης ύπαρξης στην πραγματική της βάση, μπόρεσε να κατανοήσει το γεγονός πως η Ιστορία και η βία της δεν προέρχονται από τη δίψα για πλούτο και εξουσία, αλλά από τον φόβο της φτώχειας και της δουλείας. Ακόμα και ένας εγκληματίας, όπως ο Χίτλερ, αυτό τον φόβο αντιμετώπιζε.

Μπορεί αυτή η στάση να δείχνει έτοιμη να απενοχοποιήσει τους πάντες, αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Ο Γκρόσμαν περιγράφει τον ηρωισμό των Ρώσων στρατιωτών με τους ίδιους όρους που περιγράφει τη μικροψυχία των Γερμανών στρατιωτών – και το αντίστροφο. Γιατί ξέρει πως ο ηρωισμός των μεν τρέφει τη μικροψυχία των δε. Πρόκειται για πλάσματα με δύο πόλους: ο ένας αγγελικός και ο άλλος σατανικός. Απλώς με τον άνθρωπο συμβαίνει το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει με τις δυνάμεις της φύσης: τα ομώνυμα απωθούνται και τα ετερώνυμα έλκονται. Στην ίδια κόλαση όλοι!

Η δύναμη βαθιάς κατανόησης που είχε ο Γκρόσμαν τον οδήγησε στη ρίζα της τραγωδίας του εικοστού αιώνα: τον ολοκληρωτισμό – όχι σαν διαστροφή κάποιων δικτατόρων, αλλά σαν στάδιο της εξέλιξης του τρόπου με τον οποίον η ανθρωπότητα βλέπει την ύπαρξή της. Παρακολουθώντας στο μυθιστόρημά του τη ζωή των φυσικών επιστημόνων, των μαχόμενων στρατιωτών στο Στάλινγκραντ, αλλά και των ανδρών των μυστικών υπηρεσιών, φτάνει στο συμπέρασμα πως η επιστήμη, η κοινωνία και η εξουσία χορεύουν όλες τον ίδιο χορό. «Ο αιώνας του Αϊνστάιν και του Πλανκ ήταν επίσης ο αιώνας του Χίτλερ», βάζει τον φυσικό Στρουμ –κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος– να λέει. «Η Γκεστάπο και η επιστημονική επανάσταση ήταν παιδιά της ίδιας εποχής. Πόσο ανθρώπινος φαινόταν ο δέκατος ένατος αιώνας, ο αιώνας της αφελούς φυσικής, μπροστά στον εικοστό. Υπάρχει μια τρομερή ομοιότητα ανάμεσα στις αρχές του φασισμού και τις αρχές της σύγχρονης φυσικής». Και ύστερα, περιγράφοντας την ανάκριση ενός άλλου κεντρικού ήρωα, του κομισάριου Κρίμοβ: «Τον χτυπούσαν έξυπνα, προσεκτικά. Οι δύο νεαροί άνδρες με ολοκαίνουργιες στολές, που τον ανέλαβαν, γνώριζαν ανατομία και φυσιολογία. Δεν έβαζαν δύναμη. Κι όμως, κάθε χτύπημα ήταν αλύπητο, σαν οδυνηρό σχόλιο που γίνεται με παγερή ηρεμία. Δεν τον χτύπησαν καθόλου στο πρόσωπο, αλλά από το στόμα του έτρεχε αίμα. Το αίμα δεν ήταν ούτε από τη μύτη ούτε από τα δόντια του. Δεν είχε δαγκώσει τη γλώσσα του. Αυτό το αίμα ερχόταν από μέσα του, απ' τα πνευμόνια του». Τότε, «ο Κρίμοβ είδε ένα φως στο ταβάνι κι έναν άνδρα με στενές επωμίδες». Ήταν ο επικεφαλής των ανακριτών. «"Πολύ καλά", είπε. "Τέρμα η ξεκούραση! Ας είναι καλά η ιατρική επιστήμη"».

Μα και ο Γερμανός αξιωματικός Μπαχ, στο νοσοκομείο όπου ανάρρωνε από ένα τραύμα, σκέφτεται πως ο Μαρξ ήταν ένας φυσικός επιστήμονας «ο οποίος διατύπωσε μια θεωρία για τη δομή της ύλης με βάση τις φυγόκεντρες δυνάμεις, περιφρονώντας τους παγκόσμιους νόμους της βαρυτικής έλξης. Όρισε τις φυγόκεντρες δυνάμεις ανάμεσα στις διάφορες τάξεις και πέτυχε καθαρότερα απ' τον καθένα να δείξει πώς λειτουργούσαν στην ανθρώπινη Ιστορία. Αλλά, όπως πολλοί σπουδαίοι θεωρητικοί, υπερεκτίμησε τη σημασία των δυνάμεων που είχε ανακαλύψει. Πίστεψε πως αυτές και μόνο αυτές καθόριζαν την εξέλιξη των κοινωνιών και τον ρου της Ιστορίας. Δεν μπόρεσε να διακρίνει τις πανίσχυρες δυνάμεις που διατηρούν τη συνοχή ενός έθνους παρά τις ταξικές διαφορές».

Αλλά την πιο εφιαλτική εκδοχή αυτού του χορού τη δίνει ένας μισότρελος –πρώην υπάλληλος της μυστικής αστυνομίας– που βρίσκεται κρατούμενος στις φυλακές της ίδιας του της υπηρεσίας: «Ο εικοστός αιώνας», παραληρεί, «παραμέρισε τελικά την ιερή απλότητα των καταναγκαστικών έργων με το φτυάρι, το σκαλιστήρι, το τσεκούρι, το πριόνι... Ο κόσμος των στρατοπέδων είναι πια σε θέση να απορροφήσει την πρόοδο, να συντονίσει μεταγωγικά και επιβατηγά αεροσκάφη, ραδιοεπικοινωνίες, μηχανοκίνητα εργαλεία και τα πιο σύγχρονα συστήματα επεξεργασίας μεταλλευμάτων. Ο κόσμος των στρατοπέδων σχεδίασε και δημιούργησε ορυχεία, εργοστάσια, δεξαμενές και γιγάντιους σταθμούς ενέργειας. Παρ' όλα αυτά, τα στρατόπεδα βρίσκονται ακόμη πολύ πίσω. Ο κόσμος που τα τροφοδοτεί προσφέρει άπειρες δυνατότητες. Υπάρχουν τόσοι ανεκμετάλλευτοι λόγιοι και επιστήμονες! Το σύστημα Γκούλαγκ πρέπει να αξιοποιήσει τους παγκοσμίου φήμης ιστορικούς, μαθηματικούς, αστρονόμους, κριτικούς λογοτεχνίας, γεωγράφους, τεχνοκριτικούς, γλωσσολόγους... Τα στρατόπεδα δεν έχουν ωριμάσει ακόμη αρκετά, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ειδική κατάρτιση αυτών των ανθρώπων. Τους βάζουν να κάνουν κυρίως χειρωνακτικές δουλειές. Ορισμένοι προνομιούχοι γίνονται γραφείς κι άλλοι ακόμα πιο τυχεροί δουλεύουν στους τομείς πολιτισμού και εκπαίδευσης. Οι περισσότεροι χαραμίζουν τις πολύτιμες γνώσεις τους – πολύτιμες όχι μόνο για τη Ρωσία, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο. Ασφαλώς, μειονεκτήματα υπάρχουν και στην άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος – αν και ασύγκριτα ηπιότερα. Τα πανεπιστήμια, οι εκδοτικοί οίκοι, τα Ερευνητικά Ινστιτούτα είναι γεμάτα με ανθρώπους που οι γνώσεις και οι ικανότητές τους δεν αξιοποιούνται σωστά. Στα στρατόπεδα οι εγκληματίες ασκούν εξουσία στους πολιτικούς κρατούμενους. Απείθαρχοι, αδαείς, τεμπέληδες και διεφθαρμένοι, έτοιμοι πάντα να κλέψουν και να σκοτώσουν, αποτελούν πληγή για την παραγωγικότητα. Ωστόσο, και από την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και περιορισμένων διοικητικών ικανοτήτων που επιβλέπουν τη δουλειά σημαντικών επιστημόνων και καλλιτεχνών. Η ζωή στα στρατόπεδα είναι μια υπερβολική εκδοχή της ζωής στην κοινωνία. Οι δύο πραγματικότητες είναι κατά κάποιον τρόπο συμμετρικές. Αν το σύστημα των στρατοπέδων βελτιωθεί, αν η μεθοδική σκέψη τσακίσει αποφασιστικά τις ατέλειές του, τα συρματοπλέγματα δε θα χρειάζονται πια. Οι δύο πραγματικότητες θα γίνουν μία. Αυτή η συγχώνευση θα σηματοδοτήσει τον θρίαμβο της λογικής, το πέρασμα στην εποχή της κοινωνικής ωριμότητας. Παρ' όλα τα μειονεκτήματά του, το σύστημα των στρατοπέδων έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: εκεί οι αρχές της λογικής μπορούν να επιβληθούν –χωρίς ενδοιασμούς– στην αρχή της προσωπικής ελευθερίας. Όταν λοιπόν αυτή η επιβολή θα φτάσει στο υψηλότερο σημείο της δύναμής της, τα στρατόπεδα θα αυτοκαταργηθούν, θα γίνουν τμήματα των γύρω πόλεων και χωριών. Η κατάργηση των στρατοπέδων θα σημάνει την τελική νίκη του Ανθρώπου, όχι όμως και την αναβίωση της χαοτικής, πρωτόγονης, προσωπικής ελευθερίας του ανθρώπου των σπηλαίων. Αντίθετα, αυτή θα είναι πια εντελώς περιττή!»

Θα μπορούσε άραγε να βγει ο Άνθρωπος ποτέ από αυτή την κόλαση που ετοίμασε για τον εαυτό του; Ο Γκρόσμαν φαίνεται να πιστεύει πως υπάρχει τρόπος, αλλά ο τρόπος αυτός είναι μάλλον ανίσχυρος μπροστά στους φόβους και όχι στις επιθυμίες των ανθρώπων. Στο τέλος του συγκλονιστικού έργου του περιγράφει ένα ζευγάρι νέων να πορεύεται σε αναζήτηση λίγων τροφίμων: «Όλοι κοιμούνταν – οι δυνατοί και οι αδύναμοι, οι γενναίοι και οι δειλοί, οι ευτυχείς και οι δυστυχείς. Άγνωστο πώς, ένιωθες την άνοιξη πιο δυνατά σ' αυτό το ψυχρό δάσος παρά στην ηλιόλουστη πεδιάδα. Και η σιωπή ήταν πιο μελαγχολική από τη σιωπή του φθινοπώρου. Άκουγες μέσα της τόσο τον θρήνο για τους νεκρούς όσο και την άγρια χαρά της ίδιας της ζωής. Ήταν ακόμη σκοτεινά κι έκανε κρύο, αλλά σε λίγο οι πόρτες και τα παραθυρόφυλλα θ' άνοιγαν διάπλατα. Σε λίγο τα σπίτια θα γέμιζαν με τα δάκρυα και τα γέλια των παιδιών, με τα βιαστικά βήματα της νοικοκυράς και τα βαριά βήματα του νοικοκύρη. Σταμάτησαν εκεί κι έμειναν ασάλευτοι, βουβοί. Στα χέρια τους, τα φτωχικά σακούλια περίμεναν να γεμίσουν και σήμερα με ψωμί».

«Μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλην μάτην ταράσσεται· θησαυρίζει και γινώσκει. Και νυν τις η υπομονή του;» θα μπορούσε να πει κανείς. Η αλήθεια είναι πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

 

Σημειώσεις:

1Ο Βασίλι Γκρόσμαν γεννήθηκε το 1905 στην έδρα της μεγαλύτερης εβραϊκής κοινότητας στην Ανατολική Ευρώπη, την Ουκρανία. Σπούδασε Χημεία στη Μόσχα και εργάστηκε ως μηχανολόγος σε ανθρακωρυχείο, στο Περιφερικό Ινστιτούτο Παθολογίας της Ουκρανίας και στο Τμήμα Χημείας της Ιατρικής Σχολής «Στάλιν». Το πρώτο του μυθιστόρημα προτάθηκε για το Βραβείο Στάλιν και του άνοιξε τις πόρτες της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων. Με την κήρυξη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας του Κόκκινου Στρατού Ερυθρός Αστέρας. Πολέμησε στο Στάλινγκραντ μέχρι και την τελευταία μέρα. Παρασημοφορήθηκε και προβιβάστηκε σε αντισυνταγματάρχη, για την αυτοθυσία που επέδειξε. Όταν ο Κόκκινος Στρατός άρχισε την προέλασή του προς το Βερολίνο, ο Γκρόσμαν ήταν ένας από τους πρώτους ανταποκριτές που μπήκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης. Μετά το τέλος του πολέμου, και έχοντας βιώσει τη θηριωδία του, δε θα αναγνωρίζει καμιά πολιτική αρχή ανώτερη από την αλήθεια. Το γιγάντιο μυθιστόρημα Ζωή και πεπρωμένο, με θέμα τη ζωή των μελών και των φίλων μιας οικογένειας κομμουνιστών διανοουμένων, άρχισε να το γράφει το 1955. Το 1960 επιχείρησε να το δημοσιεύσει, αλλά η Κα-Γκε-Μπε κατάσχεσε το χειρόγραφο, το δακτυλογραφημένο αντίγραφο, το καρμπόν και τη μελανοταινία της γραφομηχανής, για να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα αναπαραγωγής έστω και μιας πρότασης. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1964 ο Γκρόσμαν πέθανε από καρκίνο του στομάχου και άρχισαν οι προσπάθειες φυγάδευσης των χειρογράφων στη Δύση, με τη μορφή μικροταινιών, οι οποίες είχαν ετοιμαστεί στο κρυφό εργαστήριο του Αντρέι Ζαχάροβ. Τελικά, το 1970 κατορθώθηκε η φυγάδευση και οι μικροταινίες «περιφέρονταν» επί δέκα χρόνια στα γραφεία των Ευρωπαίων εκδοτών. Η πρώτη έκδοση, στα ρωσικά, πραγματοποιήθηκε το 1980 στη Λωζάννη και η πρώτη ολοκληρωμένη στη Μόσχα το 1990. Ακολούθησαν μεταφράσεις στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ισπανικά. Έκτοτε, το Ζωή και πεπρωμένο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του 20ού αιώνα.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.