fbpx
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

Πολλοί λένε ότι γράφουν γιατί φοβούνται τον θάνατο. Εγώ γράφω γιατί φοβάμαι τη ζωή και ταυτόχρονα την αγαπάω με πάθος. Παραφράζοντας τα λόγια του Κάφκα, «αγάπη για μένα είναι το μαχαίρι που στρίβω μέσα μου», ζωή για μένα είναι το μαχαίρι που στρίβω μέσα μου. Είναι σκληρή, αμαρτωλή, κούφια, έξυπνη, ευφυής, τρυφερή, ερωτική, διαστροφική, άπονη, αλληλέγγυα, ευγενική, ύπουλη, δαιμονική, γενναιόδωρη, αθώα.

Η ζωή είμαστε εμείς, κι όλα αυτά τα περιέχουμε μέσα μας.

Παρ’ όλη την πιθανή δυστυχία, τον πόνο, το μαρτύριο, η ζωή είναι απολαυστική. Υπάρχει μια διαστροφή στην απόλαυσή της, αλλιώς κάτω από ορισμένες συνθήκες δεν θα δεχόμασταν να ζούμε (π.χ. συνθήκες του Ολοκαυτώματος, της δουλείας). Όμως και άφθονο αίμα. Υπάρχει η ανηλεής εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, η ασίγαστη δίψα μας για εξουσία, για απολαύσεις, η κατ’ εξακολούθηση υποταγή στα ένστιχτά μας, γι’ αυτό και δεν διστάζουμε να σκοτώσουμε, να αφανίσουμε λαούς και έθνη. Και όσο πιο έξυπνοι και ισχυροί, τόσο πιο επικίνδυνοι. Ίσως το ένστιχτο, όντας χωρίς ηθική, οδηγεί το σώμα και το μυαλό. Νομίζουμε ότι το ελέγχουμε, αλλά στην πραγματικότητα μας εξαπατά. Η διαφορά του ανθρώπου που ενεργεί με το ένστικτο απ’ αυτόν που το έχει υποτάξει, είναι πως στον δεύτερο το ένστιχτο είναι πλυμένο, φοράει κουστούμι και μιλάει χωρίς πάθος, όμως σε ειδικές καταστάσεις εξακολουθεί να είναι απάνθρωπα ανήθικο. Εξακολουθεί να σκοτώνει.

Νομίζω ότι ο Νους του Θείου, της Φύσης, όπως θέλετε πείτε το, βρίσκεται ανάμεσα στην αρμονία και το τερατώδες.

Μέσα μας περιέχουμε το σπήλαιο των ενστίχτων, την αρχιτεκτονική της κόλασης και του παραδείσου. Το ένθεο φως του χάους. Μία σύνδεση σπλάχνων και ψυχής. Φτερών και ενστίχτου. Στόματα κατακόκκινα από φιλιά κι από αίμα. Φιλούν και καταβροχθίζουν. Ένα σώμα πάνω στον σταυρό κι ένα ξεσχισμένο από τα σκυλιά του δρόμου. Μια ψυχή σε δυο γαλανά μάτια βγαλμένα από τις κόγχες τους. Μέσα στις λάσπες ένα κομμένο παιδικό χέρι προσεύχεται. (Βιετνάμ, Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, Γιουγκοσλαβία και όχι μόνο. «Μνήμες από πολεμικές επιχειρήσεις».)

Η Ιστορία είναι ένα μαύρο χρυσοκέντητο κουτί που όταν το ανοίγεις το αίμα ρέει ασταμάτητα, παράλογα και πνίγει τα πάντα.

Η ζωή τρέχει. Η Τέχνη, αναπαράγοντας την ύπαρξη, καθυστερεί για να τη γευτεί. Να τη γευτεί όχι ως τροφή, ως θέαση. Η γεύση της ύπαρξης είναι το νόημα της Τέχνης. Ταυτόχρονα ανοίγει τα παράθυρα της όρασης του κόσμου και του εαυτού.

Αισθάνομαι ότι στην Τέχνη η γλώσσα χρησιμοποιεί τον δημιουργό, τον πάει όπου θέλει αυτή. Όταν δημιουργεί νηφάλιος χρησιμοποιεί αυτός τη γλώσσα, μιλώντας γι’ αυτά που γίνονται φανερά, περιγράφει αυτά που βλέπει κι αυτά που ξέρει. Ενώ όταν αφήνεται να τον οδηγεί η γλώσσα, φανερώνει αυτά που γίνονται κρυφά. Υποσυνείδητα. Αυτά που έζησε και ξέχασε ή τα αγνόησε. Αυτά που εν δυνάμει μπορεί να ζήσει και να πράξει ο κάθε άνθρωπος. Έτσι, μέσα από ένα συμβάν ξεπηδά όλο το παρελθόν και δηλώνεται το μέλλον, δηλαδή η γλώσσα καταγράφει κατά κάποιον τρόπο το δραματικό DNA των προσώπων ενός βιβλίου.

Σκέφτομαι τη λέξη «συγγραφέας». Αναρωτιέμαι ποιο είναι αυτό το «συν». Ποιος γράφει μαζί του; Νομίζω πως γράφει ο μυστικός, ο σκοτεινός κόσμος μέσα του, ο ασύνειδος. Αυτό το υλικό που συσσώρευσε ο χρόνος στο κορμί και στο πνεύμα του. Αυτή η μυστική γλώσσα που μιλάει μέσα στ’ αυτί του και φανερώνει τις σκοτεινές εσοχές όπου κρύβονται όσα δεν ομολογεί, δεν πράττει, δεν ονειρεύεται. Είναι η αρχέγονη γλώσσα που κοιμάται κι άξαφνα αφυπνίζεται και θέλει να μιλήσει. Είναι η άγλωσση μνήμη της ύπαρξης που χρησιμοποιεί τους μύθους για να χωρέσει στη γλώσσα αυτού που γράφει. Είναι οι Ιδέες της ομορφιάς, της αλήθειας, της δικαιοσύνης που προσπαθούν να υλοποιηθούν. Είναι το έσω όραμα του κόσμου που ρίχνει τη σκιά του στον γράφοντα. Είναι η ύλη της άυλης παρουσίας του Κόσμου. Είναι ο διάλογος των αμίλητων πραγμάτων του θανάτου με τη ζωή. Με όλα αυτά γράφει το μυστήριο των ιστοριών του.

Αγαπάμε τις ιστορίες από μικρά παιδιά για να ζήσουμε προσωρινά σ’ έναν κόσμο προστατευμένο, αλλά με ένταση και γεύση χωρίς να διακινδυνεύουμε. Μέσα απ’ τη θέαση του μύθου αντέχουμε την οδύνη της ύπαρξής μας. «Το υπερβατικό λειτουργεί ως τόπος αναψυχής από το βάρος του ρεαλιστικού» (σελ. 214).  

Αυτά λέει το βιβλίο χρησιμοποιώντας ένα στόρι ρεαλιστικό και μυθικό ταυτόχρονα. Η Κημέρια είναι αναγραμματισμός της Αμερικής των αγορών και των σερίφηδων, και η Ακαδημία οι μεγαλοεταιρείες, η κεφαλαιοκρατία, οι αγορές, οι γνωστοί-άγνωστοι που λυμαίνονται τα πλούτη των αδύναμων χωρών, και σε δεύτερη ανάγνωση η ισχυρή οικονομικά Ευρώπη που ενεργεί με την ανάλγητη αυθαιρεσία του δυνατού. (Μη μου πείτε πως οι χιλιάδες σελίδες του μνημονίου με τους επαίσχυντους όρους του γράφτηκαν όταν η Ελλάδα ζήτησε βοήθεια, μέσα σε λίγους μήνες. Τέτοια συστηματική μεθόδευση αποδυνάμωσης και υποβάθμισης μιας ολόκληρης χώρας, μετατρέποντας τους πολιτικούς σε άβουλους φοροεισπράκτορες και οδηγώντας τους πολίτες σε τμηματική αδράνεια, είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιου σχεδίου με τερατώδη γνώση και χρήση της ψυχολογίας του ανθρώπου και των αντιδράσεών του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το κράτος και οι πολίτες υπολείπονται ευθυνών.)

Το πρώτο κεφάλαιο, «Στο δρόμο», εκφράζει την κοινή γνώμη. Αυτό που αισθάνεται ως επί το πλείστον ο κόσμος (με απωθεί η λέξη λαός) της ταπεινωμένης (μας) χώρας.

Τα τρία πρόσωπα που υπηρετούν στην Ακαδημία –πιόνια των σχεδίων της, που στην ουσία η αποστολή τους είναι γελοία, το μόνο που ζητά απ’ αυτούς είναι η τυφλή υποταγή, «δεν ζητάς από έναν άπιστο να αποδείξει την πίστη του, το ζητάς από τον πιστό» (σελ. 228), η εντολή δολοφονίας που πρέπει να σχεδιάσει ο ένας και να εκτελέσει ο άλλος είναι άνευ νοήματος και αιτίας, στοχεύει μόνο στην εκμηδένιση της προσωπικότητας και της ελευθερίας τους, ο τρίτος παροπλισμένος έρχεται για να εκτελεστεί, επειδή προσπάθησε να ανατρέψει τα σχέδια της Ακαδημίας–, πρόσωπα που κατ’ επέκταση είμαστε εμείς, έρχονται στην πατρίδα τους-μας, η οποία βρίσκεται υπό την κατοχή της Ακαδημίας και αγωνίζεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Εικόνες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης απόλυτα ρεαλιστικές για ένα μεγάλο μέρος των πολιτών: οι πορείες, οι διαδηλώσεις, οι δολοφονίες, η ανεργία, τα συσσίτια, τα κλειστά καταστήματα, οι αυτοκτονίες, οι βανδαλισμοί, οι συνθήκες σύγχρονης δουλείας στην εργασία, η διαφθορά. Τα πρόσωπα λοιπόν αυτά, καθώς συγκρούονται με την ωμή πραγματικότητα, παλεύουν με τα ένστιχτα, τη συνείδηση, τα ιδανικά, την αλληλεγγύη, το μίσος, την εκδίκηση, την υποταγή στη γοητεία της εξουσίας και τον κυρίαρχο έρωτα. Αντιστέκονται, υποχωρούν, αδρανούν, οργίζονται, δολοφονούν, δολοφονούνται, αρρωσταίνουν και ταυτόχρονα ζουν γλυκές στιγμές της καθημερινότητας. Τελικά η Ακαδημία καταρρέει από μόνη της. Απ’ το δικό της αδιέξοδο – και η αποστολή μένει στον αέρα. Η σωτηρία της χώρας και των ανθρώπων εκκρεμεί.

Το βιβλίο βλέπει με στοργή και τρυφερότητα, με έρωτα θα έλεγα, τον άνθρωπο και τον αγώνα του στο σκληρό ταξίδι της επιβίωσης. Δεν είναι ένα βιβλίο καταστροφής, αλλά ένα βιβλίο αγωνίας για το αύριο –εξού και ο τίτλος– και ο έρωτας, όπως και στη ζωή, κρατάει την πρώτη θέση. Έρωτας αγνός, μολυσμένος, εκπορνευμένος, παθιασμένος, θανατερός, έρωτας γεμάτος στοργή και τρυφερότητα. Τέσσερις γυναίκες συνοδεύουν τους τρεις άντρες με την ανάλαφρη παρουσία τους, τη γλυκύτητα της αγάπης τους, ανοίγοντας εξόδους στο αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν. Και μέσα απ’ αυτή την αέναη πάλη του Καλού με το Κακό, η ζωή συνεχίζεται…

Κι αν δεν ξημερώσει; Μαρία Κουγιουμτζή ΚαστανιώτηςΚι αν δεν ξημερώσει;
Μαρία Κουγιουμτζή
Καστανιώτης
263 σελ.
Τιμή € 14,91

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.