fbpx

«Οι Ληστές» του Σίλλερ στο Φεστιβάλ Αθηνών της Ανθούλας Δανιήλ

ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ ΤΟΥ ΣΙΛΛΕΡ ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ της Ανθούλας Δανιήλ

Με τον τίτλο «Στο βάθος είναι το συναίσθημα» η σκηνοθέτις Ιώ Βουλγαράκη μίλησε για το έργο Οι Ληστές του Φρίντριχ Σίλλερ, σε μια εκτεταμένη και εφ' όλης της ύλης συνέντευξη στη Νίκη Ορφανού, στην Εφημερίδα του Ελληνικού Φεστιβάλ. Το έργο ανέβηκε, από τις 9 έως τις 12 Ιουλίου, στο κτήριο της οδού Πειραιώς, ένα χώρο που θυμίζει ευπρεπισμένο Νταχάου, όπου το γκρίζο είναι το κυρίαρχο χρώμα και, γι' αυτό το λόγο, ίσως, βρήκε εκεί τη συναισθηματική του αντίστιξη για να παρασταθεί.

Ο Σίλλερ, ο μεγάλος αυτός ρομαντικός Γερμανός, ήταν φίλος του Γκαίτε, από τον οποίο διδάχτηκε πολλά και ενισχύθηκε σε πολλά. Και οι δύο ανήκαν στο κίνημα Θύελλα και Ορμή (Strum und Drang) και, όπως είναι φυσικό, εκφράζει όλη τη δύναμη της νιότης αλλά και της φιλοδοξίας του. Αν και Οι Ληστές δεν έχουν παιχτεί στη χώρα μας συχνά, είναι έργο εξίσου γνωστό με άλλα που, κυρίως, έχουμε απολαύσει στο λυρικό θέατρο. Οι Ληστές, εκτός από τη θεατρική τους εκδοχή, αποτέλεσαν το υλικό για το λιμπρέτο της Όπερας του Τζουζέπε Βέρντι, I masnadieri, όπως και πολλά άλλα γνωστά στους παρακολουθούντες το λυρικό θέατρο. Σχετικώς πρόσφατα, κυκλοφόρησε, ευρέως, στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, σε ποικίλες μεταφράσεις, το ποίημα «Καταραμένε Έλληνα», που του αποδίδεται, όπου, το εγκώμιο στον Έλληνα που έχει εφεύρει, επινοήσει, σκεφτεί και μιλήσει για τα πάντα, δημιουργεί σχήμα οξύμωρο με τον τίτλο.

Οι Ληστές είναι προϊόν της οργής, που ένας νέος νιώθει στα σωθικά του για την κοινωνική αδικία, και της φλόγας που τον καίει και τον ωθεί να καταγγείλει το κακό, να διορθώσει τον κόσμο και να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη. Εκείνο, όμως, στο οποίο καταλήγει είναι το τραγικό αδιέξοδο της επαναστατικής δράσης. Ο ήρωας που γίνεται «Ληστής», ο Καρλ (ο Γιώργος Γάλλος απέδωσε σωστά το αδιέξοδο αυτό), ο «Ληστής» που βγαίνει στην παρανομία για να διεκδικήσει το δίκαιο του απλού καταπιεζόμενου ανθρώπου, «έχει περάσει τον Ρουβίκωνα», έχει διαπράξει ύβρη και γι' αυτόν δεν υπάρχει επιστροφή στην ομαλότητα. Ο άλλος που μένει πίσω, ο Φραντς (ο Αργύρης Ξάφης, άρτιος μέσα στην ιδιοτέλεια και την τιμωρία του), ο παραγκωνισμένος αδελφός που εκμεταλλεύεται την απουσία του άλλου για να οικειοποιηθεί τα του οίκου, που μετατρέπεται σε ένα είδος Κάιν για τον αδελφό του, που βγάζει εκτός μάχης τον πατέρα για να αποκαταστήσει την αδικία που έχει υποστεί, θα πληρώσει επίσης το τίμημα. Το μήλο της έριδος που χωρίζει τον Φραντς από τον αδελφό του όμως δεν είναι μόνο η περιουσία, αλλά και η γυναίκα (Δέσποινα Κούρτη), ευκίνητη, αεικίνητη, ευέλικτη, τραγικά πιστή. Ο «Ληστής», τον οποίο ακολουθεί μια παρέα αμοραλιστική, στυγνή και αυθάδης, έτοιμη και για πράγματα, τα οποία ο ίδιος δεν θα ήθελε, μπορεί να είναι ο άσωτος του Ευαγγελίου, μπορεί να είναι κι ένας «ζηλωτής» ή ακόμα και ένας Χριστός, τηρουμένων των αναλογιών. Ο Σίλλερ σίγουρα έχει κατά νου τις ευαγγελικές περικοπές, ξέρει τι τίμημα έχει η ανταρσία και πόση έκταση μπορεί να λάβει στην ψυχή του παραγκωνισμένου και παραμερισμένου Φραντς και εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά τα συμπλέγματα που δημιουργεί στην ψυχή του η προτίμηση του πατέρα στον Καρλ. Μήπως για τον ίδιο λόγο, γι' αυτή την προτίμηση, δεν ρίχτηκε στο πηγάδι ο μικρότερος και πιο αγαπημένος γιος του Ιακώβ από τα άλλα αδέλφια του; Το χειρότερο όμως δεν είναι το καμουφλαρισμένο αντάρτικο που σήκωσε μέσα στο σπίτι ο Φραντς, ούτε το αντάρτικο εναντίον του κατεστημένου που ξεσήκωσε έξω ο Καρλ. Αλλά το χειρότερο είναι το μάταιο του αγώνα και η συνειδητοποίηση της αναποτελεσματικότητας της δράσης του Καρλ, μιας δράσης που δεν ωφελεί τίποτα και κανέναν, που δεν διορθώνει τίποτα από εκείνα που ο ρομαντικός «Ρομπέν των Δασών», κλέφτης των πλουσίων και ευεργέτης των φτωχών (Die Rauber στα γερμανικά οι «Ληστές») είχε οραματιστεί. Υπάρχει μόνο απελπισία από τη διαπίστωση πως επιστροφή στην ομαλότητα δεν υπάρχει και ό,τι χάθηκε ή διασαλεύτηκε, δεν ανακτάται ούτε διορθώνεται. Όλοι εισπράττουν το τίμημα και κρίνονται κατά τα έργα τους. Ο προπατορικός Παράδεισος δεν μπορεί να ανακτηθεί με το αίμα των άλλων, έστω κι αν είναι άδικοι, άλλωστε ο Παράδεισος δεν είναι παρά μια μακρινή βιβλική ανάμνηση. Το αδιέξοδο λοιπόν του επαναστάτη, του «Ληστή», για την περίπτωσή μας, εμφαίνεται δραματικά στο έργο του Σίλλερ, όπως και της αστικής τάξης η ιδιοτέλεια.

Εδώ οι νεότεροι θα είχαν να αντιπαραβάλουν τη συγκλονιστική ταινία των αδελφών Ταβιάνι, Αλοζαμφάν (Allonsanfan, 1974), όπου το αδιέξοδο της επανάστασης κατάντησε γάγγραινα για τον ήρωα και για τους συντρόφους του, επαναστάτες, γενικώς. Και για να ολοκληρωθεί το διακείμενο θα αναφέρω τον δικό μας Αντρέα Ρηγόπουλο, με του οποίου τη ζωή ασχολήθηκε η Ρέα Γαλανάκη στο βιβλίο της Θα υπογράφω Λουί (Άγρα, 1993). Δεν ξέρω αν, και πόσο, θα μπορούσα να επεκτείνω το διακείμενο στην ελληνική περίπτωση των Κλεφτών και Αρματολών, της ληστείας στα μετεπαναστατικά χρόνια και τέλος στον Άρη και το τραγικό του τέλος.

Το έργο που σκηνοθέτησε, επιτυχώς, η Βουλγαράκη έχει μερικά σημεία, στα οποία θα ήθελα να σταθώ. Αρχίζω από το σκηνικό, το οποίο μέσα στη λιτότητά του, αποδείχτηκε αρκούντως λειτουργικό αλλά και υπαινικτικό παράλληλα. Οι μικρές προτομές που σταδιακά φωτίζονται (υπεύθυνος φωτισμού ο Αλέκος Αναστασίου), για να υποδηλώσουν το πλήθος και το πάθος των πασχόντων, ειδικά το τελικό κίτρινο φως στα πρόσωπα των πεθαμένων είναι ευρηματικό. Τα κοστούμια της Άννας Φιοντόροβα, λιτά αλλά αρκούντως δηλωτικά των ρόλων, με ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα την περίπτωση του υπηρέτη, ο οποίος και ως κοστούμι και ως κίνηση ιδιαζόντως δηλωτική του τύπου, ήταν επιτυχέστατη. Τέλος, για να ολοκληρώσω σε ό,τι αφορά τη σκευή, θα σταθώ ιδιαιτέρως στο πρόσωπο του πατέρα, του οποίου ο «θανάσιμος» προβολέας παγώνει το πρόσωπο, προσδίδοντάς του μια μάσκα, ανάλογη με εκείνη των αρχαίων θεατρικών μασκών. Γιατί, και αυτό πρέπει να επισημανθεί, ότι ο «πατέρας», ειδικά, (Δημήτρης Ήμελλος), είναι ο εμβληματικότερος χαρακτήρας του έργου, ο οποίος ακροβατεί στο όριο, όπου το γελοίο αγγίζει την τραγωδία. Οι νέοι «Ληστές», που ακολουθούν τον Καρλ (Ηλίας Μουλάς, Βασίλης Σαφός, Μιχάλης Τιτόπουλος, Γιώργος Τσούρμας), έπαιξαν με ζωντάνια και συνέπεια τον μπρουτάλ χαρακτήρα που απαιτεί ο ρόλος. Η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα αρθρώθηκε έτσι ώστε να αναδειχτούν οι βαθύτερες πτυχές και τα νοήματα του έργου .

Τελικώς, ο Σίλλερ πεπεισμένος και αυτός από τη δική του εμπειρία για την αναποτελεσματικότητα της δράσης, έγραψε τους «Ληστές» του με αγάπη για το όραμα ή το όνειρο μιας εξεγερμένης συνείδησης που αγωνίζεται για κοινωνική δικαιοσύνη, όντας βέβαιος πως δεν πρόκειται ποτέ να επικρατήσει. Όπως είπε η Ιώ Βουλγαράκη «στο βάθος είναι το συναίσθημα» και το συναίσθημα είναι πίκρα και απελπισία για έναν κόσμο που έγινε, όπως έγινε και δεν θα αλλάξει ποτέ. Ωστόσο, αυτή η διαιωνιζόμενη αδικία πάντα θα αναδεικνύει κάποιους ουτοπικούς «Ληστές» που άλλοτε τους είπαν Κλέφτες, άλλοτε Ζαπάτα, άλλοτε Τσε και άλλοτε θα δούμε πώς ...

Σημ. Στο πρόγραμμα, το όνομα της ενδυματολόγου γράφεται με τον τόνο στην προ-προπαραλήγουσα. Ερώτημα: πώς προφέρεται στα Ελληνικά, όπου δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση;


 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.