fbpx

«Requiem του Μότσαρτ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών» της Μαρίας Κοτοπούλη

«Requiem του Μότσαρτ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών» της Μαρίας Κοτοπούλη
Τον αγαπημένο των θεών, Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791), τον επονόμασαν Ραφαέλο της μουσικής. Ίσως γιατί τα χρώματα, η ιδανική ομορφιά, η ζωή που πάλλεται μέσα από τον χρωστήρα του μεγάλου αναγεννησιακού ζωγράφου αντιστοιχεί στους μουσικούς φθόγγους με τους οποίους ο Mozart μετουσιώνει τα πάντα σε θεϊκούς αρμονικούς ήχους. Ίσως γιατί και οι δυο τους ήσαν ασύγκριτοι στη σύνθεση, στην αίσθηση των αναλογιών και στη χάρη. Ίσως γιατί άφησαν ημιτελές το τελευταίο έργο τους, πέθαναν τόσο νέοι και έγιναν μύθοι και οι δυο. Τι σημασία έχει αν τους χωρίζουν πάνω από 250 χρόνια, όταν η υψηλή τέχνη τούς ενώνει; Αυτή την αίσθηση, της υψηλής τέχνης, μας άφησε η εξαίσια ερμηνεία του αρχιμουσικού Βασίλη Χριστόπουλου με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, τη βραβευμένη Χορωδία Arnold Schoenberg και τους Σολίστ Μυρτώ Παπαθανασίου, Θεοδώρα Μπάκα, Juan Sancho και Vito Priante στο Requiem του Mozart, σε συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και με την ευγενική υποστήριξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στις 8-4-15 στην –ασφυκτικά γεμάτη– αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης».

«Requiem του Μότσαρτ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών» της Μαρίας Κοτοπούλη

Το τελευταίο έργο του Mozart, το περίφημο Requiem σε ρε ελάσσονα, KV 626, το ακολουθεί ακόμα ο θρύλος σύμφωνα με τον οποίο ένας μαυροντυμένος, άγνωστος άνδρας τον επισκέφτηκε και του παρέδωσε ένα ανυπόγραφο γράμμα, ζητώντας του να συνθέσει ένα Requiem. Ο Mozart όταν πήρε την παραγγελία ήταν ασθενής από καιρό και, κατά μία τραγική ειρωνεία, είδε τον άγνωστο ως τον προάγγελο του δικού του θανάτου. Άρχισε να γράφει στις 8 Οκτωβρίου 1791, στη Βιέννη, το απαράμιλλης ομορφιάς, κύκνειο άσμα του, για τη δική του ψυχή. Το έργο έμεινε ημιτελές, γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος. Είχε όμως προλάβει να ολοκληρώσει το πρώτο μέρος, «Requiem aeternam», και το αριστουργηματικό «Kyrie eleison», και να αφήσει προσχέδια για την υπόλοιπη σύνθεση, ενώ τα δύο τελευταία μέρη δεν τα είχε καν αρχίσει, αυτός, που συνέθετε με απίστευτη ταχύτητα και ευκολία. Είναι συγκλονιστικό ότι τις τελευταίες του στιγμές κάνει υποδείξεις στον μαθητή του Franz Xaver Süssmayr, που του συμπαραστέκεται, να συνεχίσει και να συμπληρώσει το έργο του. Και βέβαια, ο μαθητής του συμπληρώνει, το 1792, όσο πιο «μοτσάρτεια» μπορεί, το Requiem του δασκάλου του, για το οποίο και μένει στην Ιστορία της μουσικής. Η σύζυγος του Mozart, Constance, παραδίδει την παρτιτούρα στον πλούσιο κόμη Franz von Walsegg, ερασιτέχνη μουσικό, που έμεινε κι αυτός στην Ιστορία από την παραγγελία του Requiem στη μνήμη της εικοσάχρονης συζύγου του, Άννας, αλλά και από το «θράσος» του να οικειοποιηθεί το αριστούργημα του Mozart και να το παρουσιάσει με τη δική του υπογραφή. Η πρώτη επίσημη εκτέλεση, εκτός αυτών που είχε κάνει ο κόμης, έγινε στη Βιέννη στις 2 Ιανουαρίου 1793 για την οικονομική ενίσχυση της Constance με πρωτοβουλία του Gottfried van Swieten.

«Requiem του Μότσαρτ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών» της Μαρίας Κοτοπούλη

Το 1791 είναι χρονιά πυκνή σε γεγονότα για τον Mozart. Γεννιέται ο γιος του, Franz, συνθέτει το Κοντσέρτο για πιάνο σε σι ύφεση μείζονα, KV 595, κάνει ένα σύντομο ταξίδι στην Πράγα. Γράφει την όπερα Η μεγαλοψυχία του Τίτου, KV 621, της οποίας η πρεμιέρα γίνεται στην Πράγα στις 6 Σεπτεμβρίου. Συνθέτει το Μαγικό αυλό, KV 620, το Κοντσέρτο για κλαρινέτο σε λα μείζονα, KV 622, για τον φίλο του κλαρινετίστα Anton Stadier, και το Requiem, KV 626, το οποίο έμελλε να μείνει ημιτελές, καθώς ο συνθέτης έσβησε στις 5 Δεκεμβρίου 1791, στα τριάντα πέντε του χρόνια. Ο θάνατος προήλθε από ρευματικό πυρετό, νόσο από την οποία έπασχε σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Έπειτα από μία φτηνή κηδεία στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, ενταφιάζεται στο κοιμητήρι Saint Marx, στα περίχωρα της Βιέννης, σε ανώνυμο τάφο, ένα από τα σπουδαιότερα πνεύματα της ανθρωπότητας, ο μεγαλοφυής συνθέτης Wolfgang Amadeus Mozart, ασυνόδευτος από φίλους και θαυμαστές. Δύο-τρεις ακολουθούν την πομπή, τη βροχερή εκείνη ημέρα, χωρίς κι αυτοί να τον συνοδεύσουν ως το τέλος – ο ένας ήταν ο Salieri. Να σημειώσουμε ότι στην εποχή αυτή ήταν συνήθης ένας τέτοιος ενταφιασμός, εξαιρούντο μόνο οι ευγενείς και οι έχοντες αριστοκρατική καταγωγή.

Η Λειτουργία για τους νεκρούς ή Requiem, όπως είναι γνωστό, από την πρώτη λέξη του «εισοδικού» (introitus), του λατινικού κειμένου, «Requiem aeternam», είναι έργο γραμμένο «εκ βαθέων» και οδηγεί, μέσα από το πένθος, στην πνευματική και ψυχική μεταρσίωση. Στοιχεία της εκκλησιαστικής παράδοσης και του Γρηγοριανού μέλους προσδίδουν ιερατική μορφή στη σύνθεση και εκείνα του μπαρόκ επιτείνουν την κατανυκτική ατμόσφαιρα, ενώ ο λυρισμός των σολιστικών μερών, ευγενής απόηχος της μαγείας από τις όπερες του αγαπημένου των θεών, δίδουν την ανθρώπινη διάσταση. Ο θάνατος παρουσιάζεται σαν ένας σκληρός, αδυσώπητος εχθρός του ανθρώπου, ενώ παράλληλα εκφράζεται η πίστη ότι από αυτόν γίνεται το πέρασμα στην αιώνια ανάπαυση. Η λιτή ενορχήστρωση, τα σκοτεινά, πένθιμα ηχοχρώματα ενισχυμένα από το εκκλησιαστικό όργανο προετοιμάζουν την έλευση των λαμπερών τυμπάνων και τρομπετών για την αναγγελία της Ημέρας της Κρίσεως. Στιγμή κατά την οποία κυριαρχεί ανείπωτο δέος μέσα από την υποβλητική ερμηνεία των μουσικών της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Είναι δύσκολο να ακούσει κανείς το Dies irae, dies illa, χωρίς να πιστέψει ότι ο Mozart δεν έβλεπε μπροστά του την Ημέρα της Κρίσεως. Οι κραυγές αγωνίας της Χορωδίας ενώνονται με την ορχηστρική κραυγή και η ικεσία των φωνών φτάνει σε θυελλώδη κορύφωση. Πάθος και ένταση, συγκίνηση, ανάμεικτη με χαρά, αναπτύσσονται εξαίσια από τον Αρχιμουσικό Βασίλη Χριστόπουλο, ο οποίος εκμαιεύει συγκλονιστικές ερμηνείες από τη Χορωδία Arnold Schoemberg, υπό τη διεύθυνση του Ewin Ortner, την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και τους διακεκριμένους σολίστ Μυρτώ Παπαθανασίου σοπράνο, Θεοδώρα Μπάκα μετζοσοπράνο, Juan Sancho τενόρο,Vito Priante μπάσο, και αναδεικνύει μοναδικά τη μεγάλη υφολογική ποικιλία και τις αναρίθμητες μουσικές παραλλαγές ενός σπάνιου έργου. Και δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τη συγκίνησή μας στο άκουσμα του Confutatis maledictis, flammis acribus addicits, voca me cum benedictis, αναλογιζόμενοι την ωραία παραλλαγή που μας άφησε ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος αγαπούσε ιδιαίτερα τον Mozart: «Θέλω να κατεβώ τα σκαλοπάτια, να πέσω μες σ' αυτή τη θαλερή φωτιά κι ύστερα ν' αναληφτώ σαν άγγελος κυρίου». Και πώς να μην αναφερθούμε στην ακτινοβόλα ερμηνεία του Lacrimosa dies illa, τη «δακρυόεσσα» εκείνη ημέρα, για να θυμηθούμε τον Όμηρο.

Ο Mozart οδήγησε την τέχνη του στο απόγειο της ομορφιάς και ο Αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος, με μαεστρία, μας έκανε μύστες της ομορφιάς, οδηγώντας μας στη θέαση των νέων αξιών που κρύβουν το Αιώνιο Φως.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ
Αλίκη Καγιαλόγλου: «Η θαλασσινή ωδή του Fernando Pessoa και τα fados της εφηβείας μου»

Η Αλίκη Καγιαλόγλου ανανεώνει τη συνεργασία της με τον Δήμο Αβδελιώδη παρουσιάζοντας εκ νέου την παράσταση, σε δική του σκηνοθεσία, Η θαλασσινή ωδή τουFernando Pessoa και ταfados της εφηβείας μου, το...

ΜΟΥΣΙΚΗ
«Παναγία – Η Μητέρα του Φωτός»: ένα σύγχρονο ορατόριο του Γιώργου Θεοφάνους στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης

Το Ινστιτούτο «Άγιος Μάξιμος ο Γραικός», σε συνεργασία με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, τη Διεύθυνση Πολιτισμού Τουρισμού Δήμου Θεσσαλονίκης, το Κέντρο Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.